Prequel στα Γράμματα από το Μεξικό – Σελίδες Ημερολογίου

Δεν επιστρέφω στο παρελθόν μου για να μείνω, επιστρέφω για να καταλάβω ποιος έφυγε από εκεί.

 

Αύγουστος 2018 Θεσσαλονίκη

 

Ένα κείμενο της Ελάν αντί εισαγωγής.

 

Ρίχτηκε πάλι στο κυνήγι του ατέρμονου τίποτα.

Η πόρτα βρέθηκε μπροστά του, δεν την έβαλε αυτός.

Ήταν κλειδωμένη, δεν την κλείδωσε αυτός.

Παγιδευμένος στη σύγχυση της ίδιας του της ύπαρξης.

Απροσπέλαστα εμπόδια ξεχάστηκαν στη θέα των καινούριων εμποδίων του, των καινών, των κενών του.

Θηρία του κλέβουν τον ύπνο, κάθε χειραψία είναι αλυσίδα.

Ο ταυρομάχος το επέλεξε να μπει μες στην αρένα.

Δε θυμόταν πως και ο ίδιος κόκκινος ήταν.

Κρατάει τους τύπους. Οι τύποι τον κρατούν .

Κελιά που δημιούργησαν άλλοι, μόνος του όμως μπήκε.

Μια πόρτα. Είναι κλειδωμένη…

– Ποιος;

– Όχι , όχι αυτός. Ο εαυτός του.

Στο κυνήγι.

– Μα τι έγινε;

-Τίποτα.

– Αυτό που κυνηγούσε;

-Τίποτα.

-Τι έγινε;

-Αυτό που κυνηγούσε.

-Το ατέρμονο τίποτα;

-Το ατέρμονο.

 

8 Δεκεμβρίου 2018 Ρώμη-Ζαγκαρόλο, Ιταλία

 

Οι άνθρωποι κατεβάζουν το κεφάλι ή κλείνουν τα μάτια όταν θέλουν να σκεφτούν κάτι εντατικά ώστε να κλείνουν τη ποικιλία των έντονων ερεθισμάτων που δέχονται και να εισέλθουν προς τον έσω κόσμο τους, εκείνον της ψυχής. Οι άνθρωποι ανοίγονται περισσότερο τη νύχτα. Όταν δεν βλέπουν καλά γύρω τους κι αναγκάζονται να κοιτάξουν μέσα τους. Όταν αφού χάσουν την οπτική με τα μάτια, που είναι για αυτούς ανώδυνη, πειραματίζονται με την οπτική με την ψυχή για να ψάξουν εκεί το γνώριμο, όπως άλλωστε σαν άνθρωποι συνηθίζουν να κάνουν.

 

16 Ιανουαρίου 2019 Κάιρο, Αίγυπτος

 

Ο αμμώδης αέρας της Σαχάρας λίγο δίπλα μου κάνει τους δρόμους δύσβατους, απομακρύνει τους ανθρώπους από το οπτικό πεδίο των ανθρώπων και κλείνει τα πιτσιρίκια σπίτια τους που δεν παίζουν πια ποδόσφαιρο στο σχολείο. Φθείρει την πόλη, νιώθεις την κακοποιεί αλλά και πάλι δεν αλλάζει τίποτα για αυτή. Όλα είναι φυσιολογικά. Καμιά κανονικότητα εξάλλου δεν είναι ικανή να ερεθίσει τα πνευματικά κέντρα των ανθρώπων που τη βιώνουν ως τέτοια ενώ παράλληλα, τι ειρωνεία, βομβαρδίζει τα μηνίγγια ενός καλοαναθρεμμένου Ευρωπαίου που μερικές νύχτες απόλαυσης και μέρες ανασφαλειών τον οδήγησαν εκεί. Να δει τον κόσμο πέρα από την δυτική του ηθική που μοιάζει ξένη σε αυτό το τοπίο.

 

25 Απριλίου 2019 Χα Γιανγκ, Βιετνάμ

 

Σημειώσεις.

Ο τόσος ενθουσιασμός δεν άφηνε τις ανασφάλειες μου να ακουστούν.

Ο τύπος στο λεωφορείο που κόβει εισιτήρια μου έκανε παρατήρηση να μη μιλάω δυνατά, καθώς δεν είναι αποδεκτό λόγω της επικρατούσας κουλτούρας.

Αν ξαναδιαβάζω τα γραπτά μου; Μα αυτό θα ήταν ανοησία. Ποιος θέλει να θυμάται τον παλιό του εαυτό; ( Ή ποιος θέλει να θυμάται τα λάθη του;)

Το ταξίδι σου μαθαίνει να ζεις το τώρα αφού δεν σκέφτεσαι, αφού δεν έχει νόημα να σκεφτείς, το μετά. Κάθε μέρος, κάθε μέρα σε αλλάζει, μορφοποιεί αυτό που αποκαλείς «εγώ» και κανείς δε μπορεί να σκεφτεί με το «εγώ» ενός άλλου. Άλλος εαυτός, άλλες σκέψεις, άλλη ζωή. Χαίρομαι πολύ που όλες οι δικές μου ως τώρα ήταν ευτυχισμένες. Οριακά μέχρι και της Μαλαισίας.

Η καρδιά της αθωότητας χτυπάει πιο δυνατά! Δεν φοβάται μήπως την ακούσει το μυαλό και ξυπνήσουν τα πάθη.

 

10 Μάϊου 2019 Μπανγκόκ, Ταϊλάνδη

 

Κάποιος ελέγχει μυαλά, μα όχι καρδιές. Κάποιος ελέγχει καθημερινότητες, μα όχι ζωές. Η πιο άναρχη μοναρχία που έχω συναντήσει. Τα εμπορικά μαγαζιά, αυτά που πρέπει να κλείσουν, κλειστά. Μα ο κόσμος στους δρόμους. Παντού στόρια κατεβασμένα και λουκέτα κλειδωμένα μα οι άνθρωποι είναι εδώ, είναι έξω, τους ακούς. Ο νόμος λέει τ μαγαζιά να κλείσουν και κλείνουν, μα ότι κρατάνε μέσα είναι άψυχο. Οι ψυχές περιφέρονται στους δρόμους της σκοτεινής από φως κ εκτυφλωτικής από ενέργεια Μπανγκόκ. Της πόλης που φωνάζει ενόσω κάνει ησυχία. Μια πόλη που κανείς δε μένει κάπου… όλοι ζουν εδώ! Αστικά τοπία με τέτοια αγριότητα που, όπως καθετί πολύ ξένο η σύγχυση που σου προκαλεί, το κάνει να φαίνεται όμορφο στο βάθος.

Μαγαζιά κλειδαμπαρωμένα, σπίτια ανοιχτά! Το κράτος κάνει πως κοιμάται και το παρακράτος ξυπνά.  Για να πας εκεί που θες θα περάσεις από μέσα! Αυτή η πόλη σου θυμίζει ότι είναι παντού γύρω σου. Ο κόσμος της πότε σε σφίγγει εκεί που υπάρχει, ποτέ σε αφήνει ελεύθερο αλλά, αυτή η πόλη σου θυμίζει ότι είναι παντού γύρω σου. Οι μεγάλοι δρόμοι με κάνουν να ξεχνώ και να εθελοτυφλώ μέχρι το επόμενο στενό που οι φόβοι κι οι ανασφάλειες ξυπνάνε και με τραβάνε μέσα τους όσο το περπατάω. Η πόλη μοιάζει με ένα τεντωμένο σχοινί ψηλά πάνω από τη Μπανγκόκ κι εγώ ακροβατώ κοιτώντας κάτω – τέτοια και τόσα είναι τα ερεθίσματα, που σου δίνει. Το σχοινί χωρίζει το σωστό και το λάθος και περπατάς γέρνοντας μια απτή μια πλευρά και μια απ’ την άλλη. Τριγυρνάς και οι άνθρωποι σου δίνουν την αίσθηση ότι είναι τόσο κοντά που αναπνέουν πάνω σου. Και εσύ τους αναπνέεις,  είναι αυτό σωστό; Κάθε στενό και μπαίνεις μέσα στα μάτια τους, στην ατμόσφαιρα οσφραίνεσαι τα λάθη και τους φόβους τους αλλά, ίσως πάλι, να είναι οι δικοί σου.

 

 

30 Ιουνίου 2019 Βομβάη, Ινδία

 

Θα ‘θελα με μάτια κλειστά κι άρθρωση μεντεμένια,

Να πω όσα δεν λέγονται κι όσα πολύ φοβούμαι.

Πέρασαν λένε οι εποχές μα η αλλαγή δεν ήρθε,

Ή μόνον έτσι πορεύονται οι καρδιές που κάναν την ζωή συνήθεια.

Λατρεύουμε τους έρωτες, της μοναξιάς οι φίλοι

Καθώς αυτοί εκτίμησαν το όλον πιο πολύ.

Και τα κομμάτια που έχασαν κάποιες φρενήρεις νύχτες,

Τα ένωσαν σε μια κραυγή πλάι στη σιωπή.

 

Το απογευματινό φως θέλει να μας γιατρέψει,

Σαν γυναικών το χαϊδεμα που μας ηρέμησε μια χαραυγή

Κατά πως μετά το δεύτερο κλείσαμε τα μάτια

Έτσι το πρώτο εξαγνίζει, μια ανήσυχη ψυχή.

Το ηλιοβασίλεμα συγχώρεση μου μοιάζει

και πρόσκληση κάθε σούρουπο να αγγίξω τον Θεό.

Αυτόν που δεν πίστεψα ποτέ μα τόσο με τρομάζει

Μήπως υπάρχει κι η μηδαμινότητα έτσι άδοξα καταστραφεί.

 

12 Ιουλίου 2020 Νάξος

 

Ένα κείμενο των Καλαφάτη-Τσιλιμιγκουνάκη

 

Σε μεθυσμένα διήμερα συμπυκνώναμε την ανάμνηση μιας αποχωρούσας νιότης. Τον ενθουσιασμό της οποίας νοσταλγικά, με δράσεις τόσο περιεκτικές  όσο και σπασμωδικές, παλεύουμε να διατηρήσουμε. Ένας Θεός κάπου γελάει κι εμείς τον βρίζουμε, που δε μας αφήνει να αλλάζουμε και να μείνουμε οι ίδιοι. Τις μέρες ενήλικες, τις νύχτες νέοι. Γι’ αυτό κοιμόμαστε αργά. Γι’ αυτό αποφεύγουμε τη μνήμη παρά μόνο αν είναι από χρόνια παιδικά και εφηβικά. Αυτά μόνο έχουν να θυμούνται οι νέοι. Οι ενήλικες έχουν έγνοιες. Δεν έχουν έγνοιες για πολλά. Δεν τις αντέχουν. Πολύς χρόνος για δουλειά. Λίγος για αγάπη, λιγοστός για σκέψη. Και καθώς γράφω, λησμονώ αν είμαι νέος, θεός ή ενήλικας. Ξεχνώ να θυμηθώ, θυμάμαι να ξεχάσω. Λίγη άμμος ανάμεσα στα δάκτυλα του αριστερού ποδιού μου συμπυκνώνει την αμέριστη προσοχή μου. Άμμος ψιλή, στεγνή, αθώα και κατακερματισμένη ολότητα. Εκεί κρατιέμαι σαν και εκείνη με πείσμα να μην πέσω και χάσω την ευκαιρία να ζήσω αυτά που φοβάμαι. Έξω από το περιβάλλον μου έξω από το “εγώ και το εμένα”. Να χαθώ να γίνω κομμάτι όσων δεν άγγιξα ποτέ μα τόσο ήθελα. Ψιλή σαν τα ερεθίσματα, στεγνή σαν τη καθημερινότητα, αθώα σαν τα συναισθήματα μου, κατακερματισμένη σαν την ταυτότητα μου. Θα ξεφύγω από όλα αυτά, υποκριτικά υπερηφανεύομαι πριν κλείσω τα μάτια μου κάθε νύχτα. Ναρκοπέδιο η σκέψη με μικρούς θανάτους κρυμμένους σε κάθε στροφή. Ναρκοπέδιο και η γλώσσα, παγωμένη στην γραμματική και τους κανόνες της. Στη σιωπή, την μουσική και την θάλασσα βουτώ για να αποδράσω. Και φοβάμαι μήπως μια μέρα και η απόδραση γίνει συνήθεια και δεν ξέρω πως να αποδράσω από αυτήν. Ξυπνάω χαράματα και σκέφτομαι αεροπλάνα. Λέω καλά είναι εδώ μα πραγματικά θέλω να φύγω. Λέω μ’ αρέσει αυτή η ζωή και προσπαθώ σαν εξαρτημένος να την κόψω μόνο και μόνο για να, αρχίσω μια που θα μου φαίνεται καινούρια. Δηλαδή με διαφορετικές λύπες. Σε ένα κόσμο που μας λένε πως μπορούμε να γίνουμε ότι θέλουμε να είμαστε, μα δε μας αφήνουν να είμαστε πάρα μόνο αυτό που θέλουν, νιώθεις λες και συμβιβάζεσαι στις λύπες σου. Λες και αυτές μόνο πραγματικά διαλέγεις. Αφήσαμε μερικές στην κορυφή ενός βουνού για να αποδράσουμε. Και στην κατάβαση σχεδιάσαμε την επόμενη φυγή. “Μην ανησυχείς” μας ψιθυρίζει η κοινωνία στο αυτί και μας τρομοκρατεί με κάθε ευκαιρία. Έτσι μαθαίνουμε να αγαπάμε τους φόβους μας για να μην μισήσουμε τους εαυτούς μας. Αποστειρωμένες συνειδήσεις κολυμπούν στο κενό και το φως τους εγκλωβισμένο σαν σε μαύρη τρύπα. Γυμνές ψυχές σεργιανίζουν μόνες, μακριά από το συλλογικό ασυνείδητο σαν βρέφη χαμένα στα πλήθη. Και εκείνα τα βουνά που σκαρφαλώνουμε είθε να τα κατέβουμε κουτρουβαλώντας.

 

5 Αυγούστου 2021 Κεδρόδασος, Κρήτη

 

Το χρώμα του ουρανού με κάνει να ξεχνώ,

Πως όσα αγάπησα δέσμιο με κρατάνε.

Δέος μου φέρνουν τα βουνά, μα αγαπώ την θάλασσα.

Τα πρώτα περπατώ και τις πετρούλες τους κλωτσάω, να έρθουν στους ανθρώπους πιο κοντά κι αυτοί, να τα γνωρίσουν. Να δουν πως είναι να φοβάσαι ότι αγαπάς και να φοβάσαι να αγαπάς ότι φοβάσαι.

Τη δεύτερη την παίρνω αγκαλιά,

και το απαλό κελάηδημα των κυμάτων της ακτής νανουρίζει την ψυχή μου.

Όσα φοβάμαι ψιθυρίζω στα αυτιά των κοντινών μου, με μαστιγώνουν όσα δεν έζησα και όσα έκανα βαραίνουν την ύπαρξη μου σα φωτιά, που καίει ότι βρεθεί στο διάβα της και τα αφήνει εκεί να μένουν. Ακίνητα, μαύρα με μυρωδιά κακή που σου θυμίζει με τρόπο αποκρουστικό πως όμορφες στιγμές βιώθηκαν τριγύρω της.

Χάνω τον χρόνο μου γιατί τι άλλου εξάλλου να τον κάνω; Εννοώ τις ευκαιρίες που περνάνε από τα μάτια μου μπροστά κι εγώ μουδιασμένος από την αβάσταχτη μου ύπαρξη… Κοντοστέκομαι. Με ορθάνοιχτα μάτια αποθώ την φαντασία μου. Άρα δεν υπάρχει τίποτα για να το κάνω πράξη. Όλα αυτά θα σκέφτομαι και θα μελαγχολώ στο μέλλον. Μα δεν είναι τώρα η ώρα για αυτά.

Για τι είναι ώρα; Ποια είναι η ευκαιρία; Να πράξουμε; Να κυνηγήσουμε την εκπραγμάτιση όλων των επιθυμιών μας; Μα τι θα μείνει μετά να κάνει τα μέρη μας όμορφα αν δεν υπάρχουν ευκαιρίες να χάθηκαν εκεί; Να τις κοιτάμε και να μελαγχολούμε με το πως τάχα θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει όλα αλλιώς. Η μελαγχολία είναι η ανάμνηση της δυνατότητας για περισσότερη πράξη ενώ ήμασταν στο προαναφερθέν μούδιασμα δοσμένοι. Η ατόφια ανάμνηση είναι πολύ πραγματική πολύ σκληρή πολύ ωμή. Γι’ αυτό φαντάζομαι λένε, κ έχει πράγματι επιστημονικά αποδειχθεί, ότι τις αναμνήσεις μας ως στιγμές τις μεταμορφώνουμε στο μυαλό μας για να γίνουν τέτοιες με την βοήθεια της φαντασίας μας. Αφού οι στιγμές δεν αγγίζουν ποτέ την ιδανικότητα της φαντασίας μας, χρησιμοποιούμε τη τελευταία όταν αυτές έχουν παρέλθει για να τις φέρουμε πιο κοντά στο ιδεατό. Αυτό είναι εξάλλου που κάνει όμορφη τη ζωή μας. Η πραγματικότητα αυτή καθαυτή είναι το λιγότερο ανυπόφορη. Κι ίσως γι’ αυτό να μην την ζούμε με όλη μας την ψυχή, με όλη μας την θέληση, όλο μας το πάθος.

Κοιτάξτε τι κάνω. Τι περίεργες και ιδεατές λέξεις βάζω στη σειρά για να με ακούσετε. Ψυχή, θέληση, πάθος. Βλέπετε κι εσείς αυτό που φαίνεται στο βάθος;

 

09 Φεβρουαρίου 2022 Λούβεν, Βέλγιο

 

Πάνω στο ανοιγμένο παράθυρο κάθεται και καπνίζει. Το δεξί του πόδι λυγισμένο με το πέλμα του να πατάει στην κάτω εγκοπή του παραθύρου και το αριστερό κρέμεται προς τα μέσα. Στο μέσα υπάρχουν έντονα φώτα, πολύς κόσμος, φωνές υπερβαίνουν την ένταση της μουσικής που δυσκολεύεται να καταλάβει αν είναι κλασσική, ρεμπέτικα, ραπ, κρητικά ή μπλουζ. Κοιτάζει την θέα από τον τέταρτο. Καπνίζει ασταμάτητα μα η κασετίνα του δεν είναι καν γεμάτη. Θα τελειώσουν σύντομα τα τσιγάρα του και τότε… Κοιτάζει την θέα από τον τέταρτο προς τα κάτω, το υπαρξιακό δέος που είναι έτοιμο να τον καταπιεί. Νιώθει αυτόν τον ίλιγγο που νιώθει ο καθένας όταν κοιτάζει το κενό, και ζαλίζεται. Δεν ξέρει τι φοβάται πιο πολύ. Το μέσα ή το έξω. Του κόσμου και το δικό του γίνονται ένα στο πάντοτε συμβολικά προδιατεθειμένο μυαλό του. Το αυτί του πιάνει αποσπασματικά συζητήσεις. Γυρνάει το κεφάλι ρίχνει ένα χαμόγελο κατανόησης και κάνει ένα συγκαταυτικό νεύμα με τα μάτια. Από αυτά που η ευγένεια απαιτεί όταν σοβεί η βαρεμάρα. Γυρνάει το πρόσωπο να μείνει μόνος του και πάλι, φυσάει έξω τον καπνό μα δεν θέλει άλλο να κοιτάξει, στάζει το τσιγάρο του προσεκτικά, μα αδιάφορα. Δίνει τις στάχτες του στο κενό, μα τίποτα άλλο. Ο παγωμένος αέρας τον κάνει να κρυώνει μα πιο πολύ, επηρεάζει τα συναισθήματα του. Μένει εκεί να σκέφτεται αυτά που δεν μπορεί. Τα τσιγάρα τελειώνουν και αποφασίζει να κρατήσει ίσως κι ένα για αργότερα. Σηκώνεται βαριά, αργά, κάθε κίνηση μοιάζει δύσκολη. Βάζει το παράθυρο στην ανάκληση. Να μπαίνει  λίγος από εκείνον τον αέρα που τον κάνει να φοβάται. Τον αέρα του σκοταδιού και του αγνώστου.  Μόνο αυτός μπορεί να ξεμυρίσει το δωμάτιο από ότι έχει πια χαθεί. Κατεβάζει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια να μην δουν την βαριά ανάσα που ετοιμάζεται να πάρει. Θα τους διώξει. Η συνάντηση πρέπει να λάβει τέλος. Ονειρεύεται μόνος του να κάθεται στον καναπέ να κάνει ό,τι αγαπάει. Μα δεν ξέρει τι. Ελπίζει ο αέρας να τον κάνει σύντομα να κρυώνει. Έτσι θα ξέρει πως η ατμόσφαιρα καθάρισε από λόγια, υποσχέσεις, αναμνήσεις και τότε θα είναι έτοιμος να μην σκέφτεται. Μόνο να αγαπάει και να αγαπιέται.

 

3 Μαρτίου 2023 Άμστερνταμ, Ολλανδία

 

Μάταια παλεύουμε να βρούμε τις λέξεις ένα τελευταίο αντίο να ειπωθεί. Μα τι αφελής; Τι παιδιάστικη προσπάθεια να θες να βάλεις λέξεις για ποδάρια σε αυτό που ήσουν για να τρέξει μακριά. Πως να ξεριζώσω το μέσα μου για να προχωρήσω. Τότε θα μου μείνει τι; Να τα αγκαλιάσουμε και να αποδεχθούμε πρέπει το πιο βαρύ, σκληρό και δύσκολο. Μεγαλώσαμε  Μεγαλώνουμε. Κάνουμε λάθη, γυρεύουμε συναισθήματα, δημιουργούμε καταστάσεις που θα τα κάναμε μόνο ως παιδιά, για να γλιτώσουμε, για λίγο του άτιμου χρόνου, που μας παίρνει μακριά την ξεγνοιασιά που οι νεανικοί μας έρωτες απλόχερα μας προσέφεραν. Μα αυτός, ο χρόνος λέγω, αυτός μέχρι κι από εκεί περνά και δεν κατορθώνουμε να τον απωθήσουμε προς τα πίσω. “Για λίγο” είναι η φράση που περιγράφει κάθε αιωνιότητα. Και μέχρι να σκεφτώ την επόμενη μου πρόταση, είμαι πάλι πίσω στη ζωή να ψάχνω σα μανιακός και σαν παράφρον το επόμενο “για λίγο” μου. Είναι το δώρο του θανάτου στον άνθρωπο, να κρύβεται πίσω από συναισθήματα και σκέψεις και να κάνει τον χρόνο να σωπαίνει, για λίγο. Σε όλα αυτά τα για λίγο άνθρωποι παλεύουν ολόκληρες ζωές. Κι εγώ μαζί τους.

Γράψε ότι πιο μεγάλο θεωρείς, εσύ που τώρα σε καταπνίγει η πλήξη εκείνου που η ζωή τίποτα δεν του αρνήθηκε, εκτός από ότι διάλεξε για να έχει ενδιαφέρον. Και τώρα δεν βρίσκει νόημα ούτε σε αυτές τις επιλογές. Κουράζεται μέχρι και να αφεθεί σε άλλο ένα για λίγο που να τον συνεπάρει. Δεν έχει πια την δύναμη, την όρεξη και τον ενθουσιασμό να αφήσει το μυαλό του να του δημιουργήσει ένα. Έτσι παθαίνουν οι άνθρωποι ενώ ζουν; Αφήνονται στη συνέπεια του χρόνου να τους ορίσει;

 

25 Μάϊου 2024 Μαύρη Έρημος, Αίγυπτος

 

Η έρημος, όπως κι η θάλασσα από μικρό παιδί, μου ζητούσε να της μιλήσω. Έμενε εκεί ήρεμη κι απόλυτη και προσέφερε το πεδίο στο οποίο μπορούσα να αφήσω κάθε μου σκέψη,  ανησυχία, φόβο, χαρά και ανασφάλεια κι εκείνη να τα ρουφήξει. Ή να τα πάρει και να τα πάει κάπου πολύ μακριά που μόνο εκείνη ξέρει. Κι είχα τόσα πολλά να της πω από τη τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Από πού να αρχίσω;

Άκουσα την συμβολή σου έρημο μου και συνέχισα την εξερεύνηση. Κι ίσως να μην είναι τυχαίο που τώρα, που πάλι θέλω να εξερευνήσω, γύρισα σε εσένα. Να ζητήσω τη συμβολή σου ξανά.

Την συμβουλή μου δηλαδή. Γιατί η έρημος, όπως κ η θάλασσα, δεν κάμει άλλο παρά να σου προσφέρει την ησυχία και την απεραντοσύνη της για να σκεφτείς εντός της.

 

Από μέρη κοντινά και μακρινά πριν φτάσω στα Νοτιανατολικά βουνά του Μεξικού,

 

Ενίσχυσε τις ανεξάρτητες φωνές – ενίσχυσε την παρέμβαση των «από κάτω» στον δημόσιο λόγο

Μπορείτε να ενισχύσετε το Jacobin Greece σε αυτόν τον λογαριασμό:

Τράπεζα: Εθνική Τράπεζα
Αριθμός IBAN:
GR9001101070000010700929911
Δικαιούχος: ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ ΑΜΚΕ


 

Τράπεζα:Πειραιώς
Αριθμός IBAN:
GR6601710410006041169686033
Δικαιούχος: ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ ΑΣΤΙΚΗ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤ

Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας για οποιοδήποτε ζήτημα, διευκρίνιση ή για να υποβάλλετε κείμενο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: [email protected]

Οδηγίες για την υποβολή κειμένων στο site Jacobin Greece

Newsletter-title3