1. Ο πάταγος ενός αθόρυβου θανάτου.
Στις 5 του Γενάρη ένας ηλικιωμένος κύριος 88 χρονών πέθανε από έμφραγμα στον ύπνο του στο εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας. Ονομαζόταν Κώστας Σημίτης και στο διάστημα 1996-2004 είχε διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας. Μετά την παραίτηση του από την πρωθυπουργία παρέμεινε βουλευτής μέχρι το 2009. Έκτοτε αποσύρθηκε από την πολιτική αν και έκανε κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις και δημοσίευσε βιβλία, που όμως πρόσεχαν μόνον όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική και οι φανατικοί των κομμάτων. Ουσιαστικά μετά το 2004, εδώ και είκοσι χρόνια, ο Σημίτης είχε πάψει να παίζει κεντρικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Ένας νέος είκοσι χρονών ήταν αγέννητος όταν ο Σημίτης ήταν πρωθυπουργός και μια νέα τριάντα χρονών ήταν μόλις δέκα όταν παρέδιδε την διακυβέρνηση. Μια ολόκληρη γενιά μεγάλωσε χωρίς ουσιαστικές αναμνήσεις από τον Κώστα Σημίτη.
Ούτε φαινόταν η πρωθυπουργία του να είχε αφήσει κάποιο ιδιαίτερο αποτύπωμα στην συλλογική μνήμη. Σε έρευνες που έγιναν λίγο καιρό πριν τον θάνατό του με αφορμή τα πενήντα χρόνια απ’ την Μεταπολίτευση μόλις το 38% είχε θετική γνώμη για το έργο των κυβερνήσεων του, λίγο πάνω από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (35%) και λίγο κάτω από την δεύτερη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου (42%) (έρευνα ινστιτούτου ΕΝΑ, Νοέμβριος 2024), ενώ ένα πενιχρό 5,2% τον επέλεξε ως καλύτερο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης (έρευνα ινστιτούτου ETERON, Απρίλιος 2024).
Και ωστόσο ο θάνατός του προκάλεσε τρομερή αίσθηση. Σχεδόν αμέσως ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι θα κηδευτεί με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού και κηρύχτηκε τετραήμερο εθνικό πένθος, το ανώτερο που έχει οριστεί ποτέ στην χώρα. Τον επικήδειό του εκφώνησαν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τρεις ακαδημαϊκοί (Τ.Γιαννίτσης, Κ. Τσουκαλάς, Γ.Βούλγαρης), εκπρόσωποι της αφρόκρεμας της πανεπιστημιακής διανόησης.
Οι σημαντικότεροι πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες έσπευσαν να εκφράσουν τα σέβη τους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε γι’ αυτόν ότι ήταν ο πρωθυπουργός που «συνόδευσε την Ελλάδα στα μεγάλα εθνικά της βήματα: την ένταξη στην Ευρωζώνη και στο ευρώ και την είσοδο της Κύπρου στην Ευρώπη». Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε: «Υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές και πολύπλευρες προσωπικότητες της νεώτερης Ιστορίας μας». Ο πρόεδρος της Βουλής: «Περνά στην ευάριθμη χορεία των πραγματικά ιστορικών προσωπικοτήτων». Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, παλιός του συνεργάτης: «άφησε βαρύ αποτύπωμα στον εκσυγχρονισμό της χώρας, στην ποιότητα της δημοκρατίας και των θεσμών, στην εξωτερική πολιτική, κυρίως όμως στην οικονομία». Ακόμα και η ΓΣΣΕ δήλωσε ότι παρά την διαφωνία και την αντιπαράθεση με τα συνδικάτα «προώθησε μεταρρυθμίσεις που επηρέασαν την ζωή των πολιτών και την πορεία της χώρας».
Στο κόμμα του, στο ΠΑΣΟΚ, με δυσκολία μπόρεσαν να συναγωνιστούν τους παραπάνω επαίνους. Για τον Νίκο Ανδρουλάκη, όπως και για τον αρχηγό της ΝΔ, ο εκλιπών «συνέδεσε την πρωθυπουργία του με κορυφαίες εθνικές επιτυχίες: την ένταξη της χώρας στον σκληρό πυρήνα του ευρώ και την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. με άλυτο το Κυπριακό». Για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτη Φάμελλο «συνέδεσε το όνομά του με κρίσιμες στιγμές της χώρας μας, είχε πλούσιο κοινοβουλευτικό έργο στην Μεταπολίτευση ενώ υπήρξε θαρραλέος αγωνιστής κατά της χούντας». Για τον Αλέξη Τσίπρα «Δικαιούται σεβασμού ως πολιτικός αντίπαλος, αλλά και την αναγνώριση ότι ως ηγέτης έλαβε κρίσιμες αποφάσεις που καθόρισαν την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας». Και ο κατάλογος παρόμοιων δηλώσεων είναι ατελείωτος, αλλά σε όλες το νόημα είναι το ίδιο: ο Σημίτης υπήρξε μια ιστορική προσωπικότητα που με τις μεταρρυθμίσεις του άλλαξε ριζικά την Ελλάδα, με μεγαλύτερα επιτεύγματά του την ένταξη της χώρας στο ευρώ και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από τους πρώην πρωθυπουργούς και αρχηγούς μεγάλων κομμάτων μόνο ο Αντώνης Σαμαράς υπαινίχθηκε εμμέσως πλην σαφώς την αρνητική του γνώμη για τον Σημίτη λέγοντας ότι την θητεία του θα κρίνει η ιστορία, ενώ ακόμα και το ΚΚΕ και η Νέα Αριστερά ήταν πολύ συγκρατημένα και ουδέτερα στις δηλώσεις τους.
Πόσο διαφορετικό όμως ήταν το κλίμα στα κόμματα της άκρας Δεξιάς. Για τον αρχηγό της Ελληνικής Λύσης ο Σημίτης υπήρξε «αρχιερέας της διαπλοκής», για τον αρχηγό του ημιθανούς κόμματος των Σπαρτιατών «καταστροφικός για την Ελλάδα». Στην ανακοίνωσή της η φονταμενταλιστική ΝΙΚΗ τον κατηγορεί ότι με τον εκσυγχρονισμό του απομάκρυνε τον ελληνικό λαό από τις αξίες του και επικρίνει την κήρυξη εθνικού πένθους. Όλους όμως τους ξεπέρασε η Αφροδίτη Λατινοπούλου η οποία, παρότι μόλις 13 χρονών το 2004, δήλωσε ότι η διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε κυρίως από αρνητικά γεγονότα και μια μέρα μετά σε συνέντευξή της πρόσθεσε ότι θα έπρεπε να τον πενθούν οι Τούρκοι και όχι οι Έλληνες.
Στον Τύπο η αντίθεση των απόψεων ήταν πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι στα κόμματα. Η Δημοκρατία (7/1) σε μαύρο φόντο είχε τίτλο Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ του Σημίτη και από πάνω σχολίαζε «Απεβίωσε ο δήθεν εκσυγχρονιστής – αντιλαϊκιστής, ιδεολογικός μέντορας του Μητσοτάκη», ενώ από κάτω έκανε λόγο για τις 10 μαύρες σελίδες «ενός ηγέτη χωρίς ηθική πυξίδα». Ο νεοδημοκρατικός Ελεύθερος Τύπος, ευρισκόμενος σε εμφανή αμηχανία μεταξύ των απόψεων του αρχηγού της ΝΔ και των αισθημάτων της βάσης του κόμματος, έβαλε τον πιο ξερό τίτλο που μπορούσε να σκεφτεί: ΠΕΘΑΝΕ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 88 ΕΤΩΝ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ. Τα Νεά αντίθετα οργάνωσαν δημοσιογραφικό μνημόσυνο πριν την κηδεία. Δίπλα σε μια μεγάλη φωτογραφία του Σημίτη που πιάνει σχεδόν όλο το πρωτοσέλιδο αναγγέλλονται είκοσι άρθρα αφιερωμένα σε αυτόν με τίτλους όπως «Ο ηγέτης που κατέκτησε το μυαλό μου» (Α. Διαμαντοπούλου), «Μέγιστος ηγέτης αξιών, πεποιθήσεων, ήθους» (Π.Κ.Ιωακειμίδης), «Στη χορεία των μεγάλων πολιτικών» (Σ.Κασιμάτης), «Ο καλύτερος της Μεταπολίτευσης» (Κ.Παναγοπούλου), «Ορφανέψαμε» (Δ.Ψυχογιός). Στην πίσω σελίδα ο Ι.Κ. Πρετεντέρης, η μασκότ της αστικής δημοσιογραφίας, τον αποκαλεί τον καλύτερο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης και αφού τον συγκρίνει με τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο καταλήγει ότι «Παρέδωσε μια Ελλάδα πολύ καλύτερη από εκείνη που παρέλαβε». Στην γειτονική στήλη ο Μιχαλής Μητσός συμφωνεί ότι υπήρξε «ο καλύτερος και πολυτιμότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης». Αλλά την ίδια μέρα το Μακελειό αναρωτιέται στο πρωτοσέλιδό του ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΗΔΕΥΟΝΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ; Στο πρωτοσέλιδο άρθρο της Εστίας ο συντάκτης αποκαλεί τον Σημίτη πολέμιο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Η Εφημερίδα των Συντακτών παρατηρεί δηκτικά στον τίτλο ΕΝΑΣ ΣΥΝΕΠΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ. Στο άρθρο της σύνταξης με τίτλο «Το αποτύπωμα μιας αντιφατικής διαδρομής» επισημαίνεται το μαγείρεμα των δημοσιονομικών στοιχείων για την ένταξη στο ευρώ, το υπέρογκο κόστος των δημοσίων έργων και τα οικονομικά σκάνδαλα επί πρωθυπουργίας του. Το κύριο νόημά του όμως είναι πως ο Σημίτης αντιπροσώπευε την συστημική πλευρά του ΠΑΣΟΚ και εφάρμοσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές που σήμερα ενστερνίζεται η συντηρητική παράταξη. Το Μανιφέστο από την άλλη έχει στην πρώτη σελίδα ένα ολοσέλιδο πορτραίτο του και από κάτω: ΙΝ MEMORIAM Κώστα Σημίτη. Η ζωή του όλη, με την επεξήγηση: Κόντρα στο ρεύμα και φανατικός πολέμιος του λαϊκισμού. Η Ελεύθερη Ώρα γράφει Ταπείνωσε την Ελλάδα με το ευρώ στο….χέρι! Τετραήμερο πένθος για το κραχ στο χρηματιστήριο, την εξευτελιστική ισοτιμία της δραχμής στην ευρωζώνη, την διαπλοκή, τη Siemens, τα Ίμια, τον Οτσαλάν, το γκριζάρισμα του Αιγαίου και την αφαίρεση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Την επόμενη μέρα (8/1) στο κύριο άρθρο της η Καθημερινή γράφει ότι ο εκλιπών πέτυχε «την μεταμόρφωση της Ελλάδας από βαλκανική χώρα-ουραγό της Ευρώπης σε χώρα μέλος του βασικού πυρήνα που υιοθέτησε το ευρώ ως κοινό νόμισμα… Η Ελλάδα του Σημίτη ήταν η χώρα με τα περισσότερα μεγάλα έργα στην Μεταπολίτευση… Η Ελλάδα που πάτησε στα πόδια της οικονομικά, έγινε πρωταγωνίστρια στην Βαλκανική και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, κατάφερε την οικονομική σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σχεδίασε τους καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες» και διαπιστώνει κι αυτή ότι «Αναμφισβήτητα όμως παρέδωσε μια Ελλάδα πολύ καλύτερη από αυτήν που παρέλαβε». Στην πίσω σελίδα ένας δημοφιλής συντηρητικός αρθρογράφος, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γράφει: «Είναι ο πρωθυπουργός που ολοκλήρωσε την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε… Την σημασία του ευρώ την νιώσαμε στο πετσί μας την περίοδο της πτώχευσης… Είναι ο πρωθυπουργός που σχεδίασε τον εκσυγχρονισμό ως την νέα Μεγάλη Ιδέα». Ο Ριζοσπάστης πάλι στους τίτλους του αναπαράγει ξερά την δήλωση του Κόμματος: Πέθανε ο Κ.Σημίτης. ΚΚΕ: Συνεπής υπερασπιστής των θέσεων και των στόχων της αστικής πολιτικής.
Στον Τύπο λοιπόν δεν κυριάρχησε κανένας καθολικός σεβασμός για τον νεκρό, τέτοιον που προσπάθησαν να επιβάλλουν στην αρχή η πολιτική ηγεσία και τα κανάλια, αλλά κανονικός πόλεμος πάνω από την σωρό του, που συνεχίστηκε επί μια βδομάδα με άρθρα, αναλύσεις και αφιερώματα ικανά να γεμίσουν τόμους, οι εφημερίδες με επικριτική διάθεση υπερτερούσαν δε των επαινετικών σε αριθμό, αν και ίσως όχι σε κυκλοφορία.
Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που μετά από είκοσι χρόνια ήσυχου βίου ο θάνατος του ξύπνησε τέτοια πάθη;
Πηγή: ΕΝΑ, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών
Πηγή: Ινστιτούτο ΕTERON
2. Εκσυγχρονιστής ή φιλελεύθερος;
α. Βίος και πολιτεία
Τα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Σημίτη δημοσιεύθηκαν τόσες φορές μετά τον θάνατό του που ακόμα και αν υποθέσουμε ότι κάποιος δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτόν πριν τις 5 Γενάρη, σήμερα θα πρέπει να είναι έτοιμος να γράψει διαγώνισμα. Ας κάνουμε όμως μια γρήγορη επανάληψη.
Γεννημένος το 1936 από πατέρα καθηγητή νομικής σπούδασε κι ο ίδιος νομικά στην Γερμανία και οικονομικά στην Αγγλία. Επί χούντας αναπτύσσει αντιδικτατορική δράση και αναγκάζεται να διαφύγει στο εξωτερικό. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου κατέλαβε διάφορα σημαντικά υπουργεία (Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Βιομηχανίας, Εμπορίου). Τον Ιανουάριο του 1996 διαδέχτηκε τον θανάσιμα άρρωστο Παπανδρέου στην πρωθυπουργία και λίγους μήνες αργότερα και στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ. Ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1996 και του 2000 και παρέμεινε συνεχόμενα πρωθυπουργός ως τον Μάρτιο του 2004.
Κατά την διακυβέρνηση Σημίτη η χώρα εντάχθηκε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, δηλαδή το ευρώ, στην βάση όμως δημοσιονομικών στοιχείων που αργότερα αποκαλύφθηκαν ωραιοποιημένα. Παράλληλα υλοποιήθηκε ένα επιβλητικό πρόγραμμα δημόσιων έργων που περιλάμβανε το μετρό και το αεροδρόμιο της Αθήνας, την Εγνατία Οδό, την γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων και πολλά άλλα, ενώ ξέσπασαν και πολλά οικονομικά σκάνδαλα, όπως εκείνο της Ζήμενς. Παράλληλα έγιναν θεσμικές μεταρρυθμίσεις όπως τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών και η συνταγματική προστασία των ανεξάρτητων αρχών. Στην εξωτερική πολιτική οι σημαντικότερες δράσεις της κυβέρνησης ήταν ο ρόλος της στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και η ευρωπαϊκή Σύνοδος του Ελσίνκι το 1999, όπου η Ελλάδα ήρε τις ενστάσεις της για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας στην Ε.Ε. και την συνέδεσε με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
β. Η ουσία του εκσυγχρονισμού
Και η εξαντλητικότερη απαρίθμηση των πεπραγμένων της πρωθυπουργίας Σημίτη όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει τον θαυμασμό και το μίσος που μέχρι σήμερα προκαλεί το όνομά του· αρκεί αντίθετα μονάχα μια λέξη: Εκσυγχρονισμός. Ο εκσυγχρονισμός, η λέξη με την οποία εχθροί και φίλοι αυτόματα συνδέουν το όνομα του Σημίτη και με την οποίο ο ίδιος περιέγραφε το πολιτικό του πρόγραμμα, δεν ήταν απλώς ένα σύνθημα ούτε μια ιδεολογία που ανταγωνιζόταν άλλες στο δημοκρατικό παιχνίδι, όπως η σοσιαλδημοκρατία ή ο συντηρητισμός. Στην εποχή του υποδήλωνε την επίσημη εθνική ιδεολογία, όπως η Μεγάλη Ιδέα πριν το 1922. Αντιπροσώπευε έναν μεγάλο εθνικό στόχο στα πλαίσια του οποίου πολιτικές κατά τα άλλα άσχετες μεταξύ τους, όπως η αγορά υπερσύγχρονων πυραύλων και η εξάλειψη του θρησκεύματος απ’ τις ταυτότητες, συνδέονταν ως τμήματα της ίδιας συλλογικής προσπάθειας. Εν τέλει αντιπροσώπευε τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και την προσδοκία αυτού του μετασχηματισμού εκείνη την περίοδο.
Γιατί στο διάστημα 1996-2004 η κοινωνία άλλαξε ριζικά. Δεν ήταν μόνο τα δημόσια έργα που άλλαξαν το τοπίο των πόλεων, κυρίως της Αθήνας, και μετασχημάτισαν την σχέση κέντρου- περιφέρειας φέρνοντας πιο κοντά χωριά και κωμοπόλεις στο πλησιέστερο μεγάλο αστικό κέντρο και αφήνοντας πίσω εκείνα που βρέθηκαν στην λάθος πλευρά του δρόμου. Όσοι ήμασταν αρκετά μεγάλοι εκείνη την περίοδο θυμόμαστε το αίσθημα καταναλωτικής ευφορίας, την υιοθέτηση αγοραστικών συμπεριφορών που έρχονταν από την δυτική Ευρώπη και την μαζική απόκτηση προϊόντων που μέχρι τότε ήταν άγνωστα ή θεωρούνταν είδη πολυτελείας, όπως τα κινητά και οι υπολογιστές. Θυμόμαστε επίσης την αίσθηση ότι πλησιάζαμε σε βιοτικό επίπεδο τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, ιδίως συγκρινόμενοι με την τότε φτώχεια των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ανάμεσα στο 1995 και το 2004 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ διπλασιάστηκε, από 8688,49 σε 17243,5 ευρώ (ΕΛΣΤΑΤ). Μια άλλη στατιστική δείχνει παραστατικότερα τις αλλαγές στην καθημερινή ζωή. Το 1995 υπήρχαν στην Ελλάδα 208 αυτοκίνητα για κάθε χίλους κατοίκους, μέχρι το 2004 ο αριθμός αυτός είχε φτάσει τα 371 αυτοκίνητα (EUROSTAT).
Τί ήταν όμως ο εκσυγχρονισμός; Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι ο εκσυγχρονισμός είναι εκ φύσεως μια ρηχή φιλοσοφία. Σημαίνει απλώς ότι κάποια κράτη ή κοινωνίες ορίζονται ως σύγχρονα ή προοδευμένα και κάποια άλλα ως καθυστερημένα ή οπισθοδρομικά και ο στόχος των δεύτερων είναι να γίνουν σαν τα πρώτα. Αφού οι πρώτες κοινωνίες θεωρείται ότι έχουν ήδη λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δεύτερες, δεν υπάρχει χώρος για κριτική ή πρωτότυπη σκέψη αλλά αρκεί η μίμηση της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι ο εκσυγχρονισμός, ακόμα και όταν επικαλείται τις αρχές του Διαφωτισμού ή της επιστήμης, είναι μια φιλοσοφία που στηρίζεται στην αυθεντία.
Στην περίπτωση Σημίτη οι κοινωνίες που θεωρούνταν σύγχρονες ήταν εκείνες της βορειοδυτικής Ευρώπης και στόχος της Ελλάδας ήταν να γίνει σαν και αυτές, ή αλλιώς ειπωμένο η περίφημη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρόλο που οι διανοούμενοι του εκσυγχρονισμού αντιλαμβάνονταν αυτήν την σύγκλιση κυρίως πολιτιστικά, ως μια υιοθέτηση ορθολογιστικών, φιλελεύθερων νοοτροπιών και εξάλειψη όσων θεωρούσαν οθωμανικά ή βαλκανικά κατάλοιπα της ελληνικής κοινωνίας, και παρόλο που όλοι συμφωνούσαν ότι αναπόσπαστο μέρος αυτής της σύγκλισης ήταν η ύπαρξη μιας σταθερής δυτικής δημοκρατίας, στην πράξη η σύγκλιση σήμαινε πάνω απ’ όλα οικονομική σύγκλιση. Ο σκοπός ήταν να αποκτήσουν οι Έλληνες βιοτικό επίπεδο εφάμιλλο με των Γερμανών, των Βέλγων ή των Σουηδών, να έχουν εισοδήματα σαν τα δικά τους, να μένουν σε σπίτια εξίσου μεγάλα και όμορφα με τα δικά τους, να οδηγούν αυτοκίνητα σαν τα δικά τους και να απολαμβάνουν κοινωνικές παροχές σαν τις δικές τους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο ως μια βασική πτυχή της σύγκλισης με την Ευρώπη, με την έννοια της ενσωμάτωσης στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της δυτικής Ευρώπης όσο και ως μέσο για την σύγκλιση σε άλλους τομείς, θεσμικούς και οικονομικούς, είχε κεντρική θέση στο αφήγημα του εκσυγχρονισμού. Στα χρόνια Σημίτη η εικόνα της στον δημόσιο λόγο μεταμορφώθηκε ριζικά σε σχέση με την παλαιότερη δυσπιστία προς την τότε ΕΟΚ που χαρακτήριζε κάποτε το ΠΑΣΟΚ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε κάτι σαν τον Πάπα, μια αλάθητη θρησκευτική αυθεντία. Όχι μόνο η ίδια σαν γενικό εγχείρημα ήταν κάτι θετικό, αλλά ό,τι εκπήγαζε απ’ αυτήν ήταν καλώς καμωμένο. Η δε σχέση της Ελλάδας με αυτήν παρουσιαζόταν με τρόπο αντιφατικό. Από την μια έπρεπε να είμαστε περήφανοι που η χώρα ήταν ισότιμο μέλος της και συνδιαμόρφωνε τις ευρωπαϊκές αποφάσεις και από την άλλη η Ελλάδα εμφανιζόταν από τον εκσυγχρονισμό σαν κάτι έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σαν ένας μουσαφίρης που έπρεπε να φέρεται φρόνιμα αλλιώς κινδύνευε να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Οι δυο όψεις αυτής της αντίφασης, η υπερηφάνεια και το αίσθημα κατωτερότητας, οδηγούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα: οι αποφάσεις της Ε.Ε είχαν ταυτόχρονα την αναπόφευκτη ισχύ φυσικού νόμου και την αδιαμφισβήτητη ηθική ανωτερότητα της επιστήμης που ερμήνευε αυτό τον νόμο.
Το ευρώ με την σειρά του αντιπροσώπευε τον ενδότερο κύκλο αυτής της εξιδανικευμένης Ε.Ε. Προφανώς η ένταξη στο ευρώ εξυπηρετούσε οικονομικές στρατηγικές που είχαν να κάνουν με την ανάγκη νομισματικής σταθερότητας και ευκολότερης πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές, αλλά παράλληλα δόθηκε σε αυτήν την ένταξη και μια έντονα συμβολική σημασία. Ο όρος «σκληρός πυρήνας της Ευρώπης» είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος, αφού αφενός δεν υπάρχει στις ευρωπαϊκές συνθήκες και αφετέρου δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια χώρα με το μέγεθος της Πολωνίας παίζει μικρότερο ρόλο στην Ε.Ε σε σχέση με το Λουξεμβούργο επειδή δεν είναι στο ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο μεταφορικά. Όμως στον ελληνικό δημόσιο λόγο έγινε αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι υπήρχε ένα είδος ανώτερου κύκλου της Ε.Ε. και ότι το ευρώ θα μας ενέτασσε αυτοδίκαια σε αυτόν. Η συμβολική λογική έλεγε ότι αν είχαμε το ίδιο νόμισμα με τους Γερμανούς θα αποκτούσαμε και την οικονομία της, ενώ η πολιτική λογική του Σημίτη υπολόγιζε ότι οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν για την είσοδο στο ευρώ μαζί με το πλαίσιο που αυτό θα δημιουργούσε σχεδόν αυτόματα θα ωθούσαν στην σύγκλιση με τις δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες. Έτσι στο ευρώ κατέληξε να συμπυκνωθεί όλο το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού και να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι θα μπούμε στο ευρώ και μετά θα… καθόμαστε, όπως έλεγαν σε μια παλιά ελληνική ταινία. Η τελική κατάληξη του εκσυγχρονισμού με και μετά το ευρώ θα ήταν, κατά το σημιτικό σύνθημα, «μια ισχυρή Ελλάδα σε μια ισχυρή Ευρώπη».
Το εκσυγχρονιστικό αφήγημα συνοδευόταν από μια ολόκληρη φιλοσοφία της ιστορίας, που περιγράφεται καλύτερα με τον όρο πολιτισμικός δυισμός, όρο που επινοήθηκε εκείνη την περίοδο, και η οποία κατέληξε να κυριαρχήσει στην ελληνική ιστορική επιστήμη, διαμορφώνοντας μέχρι σήμερα την δημόσια ιστορία. Σύμφωνα με αυτήν η ιστορία του ελληνικού κράτους χαρακτηρίζεται από μια μόνιμη διαπάλη ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές, που επιδιώκουν την μετατροπή του σε ένα δυτικοευρωπαϊκό, ορθολογικό κράτος και τους λαϊκιστές, που είναι φορείς μη ευρωπαϊκών, κατά βάση οθωμανικών, νοοτροπιών και αντιστέκονται σ’ αυτήν την αλλαγή. Κατ’ ουσίαν οι λαϊκιστές είναι απλά οι κακοί. Όλοι όσοι αντιστέκονταν σε επιμέρους πτυχές του εκσυγχρονιστικού προγράμματος, από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά, αλλά και όλοι όσοι είτε καλόπιστα είτε συνήθως για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας υποστήριζαν ότι το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τρόπο πιο ευχάριστο για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδα, π.χ. χωρίς ιδιωτικοποιήσεις, καταγγέλλονταν συλλήβδην ως λαϊκιστές.
Έτσι η ελληνική ιστορία προχωράει γραμμικά από την οθωμανική ανατολή στην ευρωπαϊκή δύση, αλλά την ίδια στιγμή αυτή η ανάπτυξη δεν είναι εγγυημένη γιατί σε κάθε φάση της επαναλαμβάνεται αέναα η σχεδόν μεταφυσική σύγκρουση του εκσυγχρονισμού με τον λαϊκισμό. Μαυροκορδάτος εναντίον Κολοκοτρώνη, Τρικούπης εναντίον Δηλιγιάννη, Βενιζέλος εναντίον Κωνσταντίνου. Ο Σημίτης παρουσιαζόταν σε αυτό το σχήμα ως η τελευταία ενσάρκωση του εκσυγχρονισμού, σε πλήρη αντιδιαστολή με τον εθνολαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου.
Όμως χωρίζοντας την κοινωνία σε δύο μέρη, ένα καλό που θέλει την πρόοδο του συνόλου και ένα κακό που αντιστρατεύεται την πρόοδο για ιδιοτελείς σκοπούς, ο εκσυγχρονισμός αναπαρήγαγε ακριβώς την διαίρεση σε καλούς και κακούς που βρίσκεται στην καρδιά κάθε λαϊκισμού. Η αντίληψη ότι η κοινωνία αποτελείται από μια πολλαπλότητα ατόμων και ομάδων με αντιτιθέμενα, αλλά εξίσου νόμιμα συμφέροντα που εξισορροπούνται στην δημοκρατία, αντίληψη τόσο κεντρική στον πολιτικό φιλελευθερισμό, έμεινε τόσο ξένη για τον εκσυγχρονιστικό λόγο όσο και για όλες τις προγενέστερες και μεταγενέστερες εκδοχές της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Η κοινωνία ήταν ενιαία και ταυτιζόταν με το έθνος, έστω και αν κάποιοι δρούσαν ενάντια στο εθνικό συμφέρον. Γιατί ο εκσυγχρονισμός ήταν το συμφέρον του έθνους. Στο κάτω κάτω δεν είναι η ισχυρή Ελλάδα ένα βαθιά εθνικιστικό σύνθημα; Ο εκσυγχρονισμός που αντιπροσώπευε ο Σημίτης λοιπόν, όχι απαραίτητα αυτός που ενστερνιζόταν προσωπικά, δεν ήταν τόσο το αντίθετο του προγενέστερου εθνολαϊκισμού του ΠΑΣΟΚ όσο μια βαθιά μεταμόρφωσή του, η συγχώνευση εθνικισμού και ευρωπαϊσμού.
γ. Κόντρα στο ρεύμα;
Μετά τον θάνατο του Κώστα Σημίτη ειπώθηκε απ’ τους επαινέτες του ότι ο λαός δεν τον συμπαθούσε γιατί αντιπροσώπευε ένα ευρωπαϊκό ήθος ξένο στην λαϊκιστική κουλτούρα, ότι ο εκσυγχρονισμός πολεμήθηκε, ακόμα και ότι κυβέρνησε ερήμην του ΠΑΣΟΚ (βλέπε ενδεικτικά τα άρθρα των Α. Παπαχελά, Α. Αλεξανδρή και Σ. Καλύβα στην Καθημερινή και το άρθρο του Μ. Βοϊτσίδη στην Μακεδονία της 12/1). Αυτό υπονοούσε στον επικήδειό της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας λέγοντας ότι στάθηκε «μακριά από δημοφιλείς, ανέξοδες ρητορείες και λαϊκιστικές ευκολίες» και στον δικό του ο πρώην υπουργός του Τάσος Γιαννίτσης μιλώντας για «δυσκολίες, αντιδράσεις και μικροψυχίες». Αυτές οι αναλύσεις προσπαθούν εν πολλοίς να εξηγήσουν το οφθαλμοφανές χάσμα ανάμεσα στο δημόσιο πένθος των πολιτικών ελίτ και την παγερή αδιαφορία των απλών πολιτών για την κηδεία του, ιδίως αφού οι ίδιοι άνθρωποι διαβεβαίωναν τους αναγνώστες τους λίγες μέρες πριν ότι ο σεβασμός για τον νεκρό ήταν καθολικός. Παράλληλα όμως αναπαράγουν την ερμηνεία του πολιτισμού δυϊσμού για την περίοδο Σημίτη ως σύγκρουση ανάμεσα στον ενάρετο και γι’ αυτό δύσκολο εκσυγχρονισμό και τις βαθιά ριζωμένες δυνάμεις του λαϊκισμού, δίνοντας της ίσως, με την εμφανή περιφρόνησή τους για τις απόψεις και διαθέσεις των πολιτών, μια πιο αυταρχική διάσταση από αυτήν που είχε αρχικά.
Το πρόβλημα με αυτήν την ερμηνεία είναι ότι προβάλει το παρόν στο παρελθόν. Ο Σημίτης δεν ήταν ούτε Στάλιν που επέβαλε τον εκσυγχρονισμό δια της βίας ούτε Παπαδήμος που τον επέβαλαν οι ελίτ στους πολίτες. Κέρδισε δύο συνεχόμενες εκλογικές διαδικασίες, σε ελεύθερες εκλογές και με ποσοστά εκλογικής συμμετοχής πολύ μεγαλύτερα από αυτά των τελευταίων εκλογών (76,35% το 1996 και 74,97% το 2000 έναντι 53,74% τον Ιούνιο 2023). Ως κεφαλή ενός εκ γενετής αρχηγοκεντρικού κόμματος ήλεγχε το ΠΑΣΟΚ σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πρωθυπουργοί τα δικά τους κόμματα. Εφάρμοσε το κυβερνητικό του πρόγραμμα με την βοήθεια μια ολόκληρης φουρνιάς στελεχών που ακόμα πίνουν νερό στ’ όνομά του. Και στην μοναδική φορά που μια βασική μεταρρύθμιση συνάντησε μαζικές αντιδράσεις από την κοινωνία και το κόμμα του, η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού το 2001, ο Σημίτης έκανε πίσω.
Ούτε υπήρξε προσωπικά αντιδημοφιλής. Σίγουρα δεν ήταν χαρισματικός όπως ο προκάτοχός του Ανδρέας Παπανδρέου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το νεφελώδες επίθετο, αλλά ούτε λαομίσητος ήταν. Τον Δεκέμβριο του 2003, λίγο πριν τον διαδεχθεί στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου, η δημοτικότητά του ήταν στο 44% (Μαυρής, 2004), ενώ για πολύ καιρό οι δημοσκοπήσεις τον αναδείκνυαν ως καταλληλότερο για πρωθυπουργό. Συγκριτικά, σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση η δημοτικότητα του τωρινού πρωθυπουργού είναι 37% (Metron Analysis, Νοέμβριος 2024) και λίγο πριν την λήξη της θητείας του Αλέξη Τσίπρα η δημοτικότητα του ήταν 36% (Metron Analysis, Ιούνιος 2019). Στην εποχή του λοιπόν ο Σημίτης υπήρξε ένας αρκετά δημοφιλής πολιτικός, που απολάμβανε την εμπιστοσύνη μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης.
Πολύ περισσότερο, πίσω από το προσωπείο του Σημίτη κρυβόταν μια ολόκληρη κοινωνική δυναμική. Κρύβονταν δεκάδες διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί, από τους γνωστότερους και καλύτερους των ελληνικών πανεπιστημίων, που διαμόρφωσαν την εκσυγχρονιστική ιδεολογία ως τον πιο διεξοδικό και φιλόδοξο επαναπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας από τον καιρό της γενιάς του ’30. Εκατοντάδες γραφειοκράτες που σχεδίασαν και εφάρμοσαν το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα στα υπουργεία και τους λοιπούς κρατικούς φορείς. Χιλιάδες επιχειρηματίες που με την οικονομική τους συμπεριφορά τροφοδότησαν την οικονομική ανάπτυξη της περιόδου Σημίτη μαζί με όλες τις της στρεβλώσεις, όπως η διαφθορά και η μονόπλευρη διόγκωση συγκεκριμένων κλάδων, ενώ με την καταναλωτική τους συμπεριφορά έθεταν πρότυπα για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ορισμένοι από τους ισχυρότερους ανάμεσά τους στήριξαν την κυβέρνηση άμεσα με τον πλούτο τους και τα ΜΜΕ που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Κρύβονταν τέλος εκατομμύρια ψηφοφόροι που όχι μόνο τον έκαναν δύο φορές πρωθυπουργό αλλά υπήρξαν οι ίδιοι φορείς του εκσυγχρονισμού στα χωριά τους, τις κωμοπόλεις τους και τις γειτονιές τους. Υιοθετώντας τον εκσυγχρονιστικό λόγο στις προσωπικές τους συζητήσεις, φτιάχνοντας καινούργια σπίτια και εξοχικά, επενδύοντας στο χρηματιστήριο, στέλνοντας τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο εξωτερικό ή ταξιδεύοντας οι ίδιοι εκεί για διακοπές, ο καθένας από αυτούς σχεδίαζε, βίωνε και προπαγάνδιζε την δική του προσωπική εκδοχή του εκσυγχρονισμού ανά την επικράτεια.
δ. Εκσυγχρονισμός ίσον νεοφιλελευθερισμός;
Μήπως τελικά όμως ο εκσυγχρονισμός δεν τίποτα άλλο από ένα ψευδώνυμο του νεοφιλελευθερισμού; Αυτή είναι η άποψη της ελληνικής Αριστεράς. Νομίζω όμως ότι η Αριστερά χρησιμοποιεί τον όρο άτσαλα ως αποτέλεσμα της δικής της θεωρητικής αμηχανίας. Μην έχοντας η ίδια πλέον να αντιτάξει συγκεκριμένη οικονομική εναλλακτική στον καπιταλισμό, καταγγέλλει συνεχώς αόριστα τον νεοφιλελευθερισμό ακριβώς επειδή δεν μπορεί να μιλήσει πια για τον σοσιαλισμό και άρα ούτε άμεσα για αυτό που ο σοσιαλισμός θα υποκαθιστούσε, τον καπιταλισμό. Έτσι όλες οι εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις του καπιταλισμού βαφτίζονται νεοφιλελευθερισμός.
Ο σημιτικός εκσυγχρονισμός όμως διέφερε από τον νεοφιλελευθερισμό. Πρώτα απ’ όλα, για τον νεοφιλελεύθερο η απορρύθμιση της αγοράς και η συρρίκνωση του κράτους είναι αξίες καθ’ εαυτές, στηριζόμενες σε σχεδόν θρησκευτικές αντιλήψεις για την φύση του ανθρώπου, της κοινωνίας και της οικονομίας και δεν εξαρτώνται από το αν αυτές οι αρχές εφαρμόζονται ήδη επιτυχώς σε κάποιο υφιστάμενο κράτος ή κοινωνία. O εκσυγχρονιστής αντίθετα δεν σκέφτεται με όρους αφηρημένων ιδεολογιών, αλλά κρατών-προτύπων και είναι κατ’ αρχήν διατεθειμένος να δεχθεί τροποποιήσεις στην πολιτική του αν στα ίδια τα κράτη-πρότυπα κάποια πράγματα αλλάζουν. Ο Σημίτης δεν χρησιμοποίησε ποτέ την γλώσσα της Θάτσερ ή του Ρήγκαν, δεν είπε ότι δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα ούτε δαιμονοποίησε το κράτος ως εχθρό της ελευθερίας. Το πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών για την ένταξη στο ευρώ δεν παρουσιάστηκε σαν αυτοσκοπός, αλλά απλώς σαν μέσο για έναν συγκεκριμένο στόχο. Κατά δεύτερον, τα κράτη-πρότυπα του σημιτικού εκσυγχρονισμού δεν ήταν οι πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού, οι Η.Π.Α και η Μεγάλη Βρετανία, αλλά οι χώρες της βόρειας Ευρώπης, σαν την Γερμανία και την Σουηδία, όπου το κοινωνικό κράτος παρέμενε ισχυρό, ισχυρότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Πάνω απ’ όλα όμως η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη δεν στηρίζει την κατηγορία του νεοφιλελευθερισμού. Οι δημοσιονομικές περικοπές για την ένταξη στο ευρώ και οι δειλές ιδιωτικοποιήσεις τις περιόδου δεν συγκρίνονται με τις περικοπές των χρόνων των Μνημονίων και με τις ιδιωτικοποιήσεις των επόμενων είκοσι χρόνων (2004-2024), κατά τις οποίες σχεδόν όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι κρίσιμες υποδομές της χώρας πέρασαν σε ιδιωτικά χέρια. Αντίθετα επί Σημίτη το μέγεθος του κράτους αυξήθηκε από 46,15% σε 48,83% του ΑΕΠ και οι κοινωνικές δαπάνες από 13,34% σε 15,49%. Εκτός αυτού, ένας από τους μοχλούς της οικονομικής ανάπτυξης ήταν ακριβώς οι δημόσιες δαπάνες που έγιναν στις υποδομές. Αν λοιπόν ο Σημίτης ήταν νεοφιλελεύθερος τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ήταν ένας εξαιρετικά άτολμος νεοφιλελεύθερος, με μια δόση σοσιαλδημοκρατίας και κρατικού παρεμβατισμού.
Μέγεθος Δημόσιου Τομέα
Έτος Κοινωνικές παροχές ως % ΑΕΠ Δημόσιες δαπάνες ως % ΑΕΠ
1995 13,17 46,65
1996 13,34 46,15
1997 13,39 45,09
1998 13,81 46,71
1999 14,38 47,99
2000 15,07 48,16
2001 15,34 47,47
2002 15,36 47,11
2003 15,89 47,88
2004 15,49 48,83
2005 16,41 46,61
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
3. Τα απομεινάρια μιας οκταετίας.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά την οκταετία Σημίτη, τί απομένει από το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμά του; Η Ελλάδα έγινε πράγματι μια ευρωπαϊκή χώρα; Ο σωστότερος τρόπος να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα είναι με τους ίδιους όρους που έθεσε ο εκσυγχρονισμός, εξετάζοντας δηλαδή κατά πόσο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων συνέκλινε με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκρίνοντας λοιπόν την εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης από το 2000 μέχρι το 2023, διάστημα για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, βλέπουμε ότι όχι μόνο ο στόχος της σύγκλισης με την δυτική Ευρώπη δεν επετεύχθη, αλλά από το 2008 και μετά υπάρχει μια μεγάλη απόκλιση. Το 2007 το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 22370 ευρώ και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος 25690 ευρώ. Το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 19460 ευρώ και 29280 ευρώ αντίστοιχα. Με άλλα λόγια οι Έλληνες είναι σήμερα φτωχότεροι σε σχέση με τους Ευρωπαίους από ό,τι ήταν στο παρελθόν, αλλά και φτωχότεροι σκέτο. Αν λάβουμε υπόψη ότι από το 2004 πολλές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ εισήλθαν στην Ε.Ε. και άρα η σύγκριση δεν γίνεται μόνο με την δυτική Ευρώπη όπως στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αλλά και με τμήμα της ανατολικής τότε η ελληνική υστέρηση είναι ακόμα πιο αποθαρρυντική.
Πηγή: EUROSTAT
Βλέποντας ένα παραπλήσιο μέγεθος, το κατά κεφαλή ΑΕΠ υπολογιζόμενο με όρους αγοραστικής δύναμης, το συμπέρασμα είναι το ίδιο. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος ήταν το 2023 στο 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ευρωζώνης ήταν 104% του μέσου όρου της E.E. Οι Έλληνες είχαν την δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ε.Ε, πάνω από την Βουλγαρία (64%) και κάτω από την Λετονία (71%). Η επόμενη χώρα στην λίστα που ήταν στην Ε.Ε. όταν η Ελλάδα μπήκε επίσημα στο ευρώ την 1/1/2001, η Πορτογαλία, βρίσκεται οκτώ θέσεις παραπάνω με 83%.
Πηγή: EUROSTAT
Όσο για το κατά πόσο επετεύχθη ο εκσυγχρονισμός των θεσμών, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για αυτό το θέμα, κυρίως γιατί ενώ η ποιότητα της ελληνικής δημοκρατίας από ορισμένες απόψεις ξεκάθαρα υποβαθμίστηκε κατά και μετά την οικονομική κρίση, μια αντίστοιχη εξέλιξη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συναντάται ή επαπειλείται σήμερα σε πολλές δυτικές δημοκρατίες, και καθώς το πλαίσιο αναφοράς του εκσυγχρονισμού, οι σταθερές δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης, έπαψε να υφίσταται, τα κριτήριά του έχασαν κάθε νόημα.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα είναι σήμερα αυτό που υπήρξε στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, μια φτωχή βαλκανική χώρα, πλουσιότερη και δημοκρατικότερη ίσως από άλλους Βαλκάνιους γείτονές της, αλλά σε καμιά περίπτωση συγκρίσιμη με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης. Το μόνο που απομένει σήμερα από τις βυθισμένες φιλοδοξίες του σημιτικού εκσυγχρονισμού είναι κάποια έργα υποδομών όπως η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις όπως οι ανεξάρτητες αρχές.
Ήταν αυτή η εξέλιξη προϊόν λαθών των κυβερνήσεων Σημίτη ή το έργο ανάξιων διαδόχων που κατέστρεψαν την κληρονομιά του; Σίγουρα κάποιες όψεις της τότε διακυβέρνησης τουλάχιστον συνέβαλαν στην δημοσιονομική κρίση που ακολούθησε και την συνακόλουθη μεγάλη ύφεση. Πρώτα απ’ όλα η προσπάθεια δημοσιονομικής πειθαρχίας ήταν πρόσκαιρη και ατόνησε μόλις το άμεσο κίνητρό της, η ένταξη στο ευρώ, έπαψε να υφίσταται. Το 2004 το έλλειμα ήταν πάλι στο 9,1% του ΑΕΠ, δηλαδή λίγο μόνο χαμηλότερο από ό,τι ήταν το 1995 (9,9 %). Το δημόσιο χρέος, αντί να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, συνέχισε να αυξάνεται, από 100,4% το 1995 σε 105,5% το 2004. Κατά δεύτερον, ζητήματα που σε βάθος χρόνου θα αποδεικνύονταν δημοσιονομικά κρίσιμα όπως το ασφαλιστικό και η φοροδιαφυγή, δεν αντιμετωπίστηκαν. Τρίτον, σε αντίθεση με το τί περίμενε ο Σημίτης, η ένταξη στο ευρώ δεν είχε επαρκή επίδραση στα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, που παρέμεινε εσωστρεφής και στηριγμένη στην εγχώρια κατανάλωση. Ενδεικτικά, καθ’ όλη αυτήν την περίοδο το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό, κατά μέσο όρο κατά 8,97% του ΑΕΠ, και δεν παρουσιάζει καμία ουσιαστική βελτίωση. Τέταρτον, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο ρόλος της εκτεταμένης διαφθοράς και του μαγειρέματος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η διαφθορά δεν ήταν βέβαια άγνωστη στην ελληνική πολιτική, αλλά εκείνα τα χρόνια πήρε τέτοιες διαστάσεις και χάρη στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, που πρακτικά έκανε την ποινική δίωξη υπουργών για χρηματισμό αδύνατη, απολάμβανε τέτοια εξόφθαλμη ατιμωρησία ώστε σχεδόν κανονικοποιήθηκε. Ήταν επόμενο ότι, όταν η ΝΔ θα ερχόταν στην εξουσία μετά από μια μακρά περίοδο νηστείας, τα στελέχη της θα ήθελαν και αυτά να απολαύσουν τις ηδονές της. Ανεξάρτητα από το ποιο ήταν το άμεσο δημοσιονομικό κόστος της διαφθοράς εκείνα τα χρόνια λοιπόν, η απουσία οποιουδήποτε ελέγχου της, η αδιαφάνεια στα δημοσιονομικά μεγέθη, η εξάλειψη μετά την είσοδο στο ευρώ κάποιου νομιμοποιητικού λόγου για την λιτότητα και η ύπαρξη μιας οικονομίας εξαρτημένης υπερβολικά από την εγχώρια και δημόσια κατανάλωση καθιστούσαν τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών αδύνατο.
Φυσικά η μεγάλη κρίση του 2008 δεν ήταν προδιαγεγραμμένη ούτε οι διάδοχοι του Σημίτη άμοιροι ευθυνών και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, όπως οι εκσυγχρονιστές συνήθως κάνουν στον επαρχιωτισμό και εθνοκεντρισμό τους, ότι άμεση αιτία της υπήρξε ένα εξωτερικό γεγονός, η μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε ο παγκόσμιος καπιταλισμός μετά την Μεγάλη Ύφεση. Έχει όμως κανείς την εντύπωση ότι όταν ο Σημίτης παρέδιδε το πηδάλιο της διακυβέρνησης το πλοίο είχε ήδη χαράξει ρότα προς το παγόβουνο.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
4. Η ισχυρή Ελλάδα που δεν ήταν
Το σύνθημα της ισχυρής Ελλάδας υποδηλώνει τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε η εξωτερική πολιτική στο κυβερνητικό πρόγραμμα της περιόδου Σημίτη και μαζί με το ευρώ και τα έργα υποδομών είναι η πτυχή του που άφησε την πιο ισχυρή εντύπωση. Ποια ήταν όμως τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της εξωτερικής πολιτικής;
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μάλλον πενιχρά. Η μοναδική πρωτεύουσα που συμμερίζεται την άποψη ότι η Ελλάδα είναι κάποιου είδους δύναμη, υπό οποιοδήποτε ορισμό της λέξης, είναι η Αθήνα. Σίγουρα δεν το πιστεύουν στην Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, το Παρίσι, την Μόσχα ή το Πεκίνο. Δεν το πιστεύουν επίσης στην Άγκυρα, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ούτε καν στα Τίρανα ή στα Σκόπια. Ούτως ή άλλως, ό,τι και να λένε οι Έλληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι, η ιδέα αυτή δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή.
Μεγαλύτερη σημασία έχει ότι όλα τα βασικά ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παραμένουν μέχρι σήμερα άλυτα. Ούτε το Κυπριακό λύθηκε ούτε τα ελληνοτουρκικά. Μόνο το Μακεδονικό έχει έκτοτε θεωρητικά λυθεί, αλλά αφενός όχι χάρη στον Σημίτη και αφετέρου πρόκειται λιγότερο για ένα μείζον θέμα εξωτερικής πολιτικής και περισσότερο για μια νεοελληνική νεύρωση.
Για τα ελληνοτουρκικά ένας αρθρογράφος παρατηρούσε την επαύριο του θανάτου του Σημίτη ότι «υποχρέωσε την Τουρκία να λύσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές με βάση το διεθνές δίκαιο αν επιθυμεί την ευρωπαϊκή της πορεία» (Ν. Παπαδόπουλος, Καθημερινή, 7/1). Ξέχασε να προσθέσει ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν λύθηκαν, αλλά πολλαπλασιάστηκαν, ότι η Τουρκία ακόμα δεν αποδέχεται το διεθνές δίκαιο και ότι δεν πολυενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή της πορεία.
Η μόνη μόνιμη και αναμφίλεκτη επιτυχία της σημιτικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Αλλά και αυτή είναι μισή επιτυχία. Ξεχνάμε σήμερα ότι βασικός στόχος ήταν η επίλυση του Κυπριακού, που όμως ξαστόχησε όταν οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004. Έκτοτε το Κυπριακό έχει βαλτώσει, όχι χωρίς ευθύνη και της Κύπρου. Κατά μία έννοια η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε γύρισε μπούμερανγκ, γιατί ενθάρρυνε τους Κυπρίους να καλλιεργήσουν υπερβολικές προσδοκίες, κάνοντας τους απρόθυμους για συμβιβασμούς. Όπως οι Ελλαδίτες πίστεψαν ότι η ένταξη στην ευρωζώνη θα έλυνε αυτόματα τα προβλήματα της οικονομίας έτσι και οι Κύπριοι ότι η ένταξη στην Ευρώπη θα έλυνε αυτόματα το Κυπριακό προς όφελός τους ή ίσως ότι δεν υπήρχε πια ανάγκη για λύση. Παρόλο όμως που οι Ελληνοκύπριοι είναι προφανώς ασφαλέστεροι εντός της Ε.Ε. απ’ ό,τι θα ήταν έξω απ’ αυτήν, χρειάζονται ηρωικές προσπάθειες θετικής σκέψης για να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να είναι ασφαλείς όσο το νησί είναι διχοτομημένο και ο τουρκικός στρατός ελέγχει το βόρειο μέρος του.
Είναι δύσκολο όμως να κατηγορήσει κανείς τον Κώστα Σημίτη για τις παραπάνω αποτυχίες. Η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του ήταν η πιο ρεαλιστική και ορθολογική που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς στις συνθήκες της εποχής, που τις χαρακτήριζαν η ύπαρξη μόνο μιας υπερδύναμης, η τεράστια αίγλη και ραγδαία επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς και το αδιανόητο οποιασδήποτε στρατιωτικής λύσης. Εγώ τουλάχιστον δεν άκουσα κανέναν από τους επικριτές της, και δεν είναι λίγοι, να προτείνουν κάποια σοβαρή εναλλακτική πέρα από την πλήρη αδράνεια ή την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ο Σημίτης δεν μπορούσε να ελέγξει την βούληση του κυπριακού λαού ούτε να προβλέψει την άνοδο του νεοοθωμανισμού στην Τουρκία. Ούτε μπορούσε να φανταστεί στα 1999 ότι σε μερικά χρόνια o ρατσισμός στην Ευρώπη θα έφτανε σε τέτοια επίπεδα που η ένταξη μιας μουσουλμανικής χώρας 85 εκατομμυρίων στην Ε.Ε. θα φάνταζε ασύλληπτη, ακόμα και αν ήταν η τελειότερη δημοκρατία του κόσμου, που η Τουρκία προφανώς δεν είναι, ενώ αντίθετα οι μικρές, φτωχές , διεφθαρμένες και ασταθείς δημοκρατίες του Καυκάσου θα ήταν καλοδεχούμενες, αρκεί που ο πληθυσμός τους είναι λευκός και χριστιανικός. Καμιά φορά όμως ακόμα και τα καλύτερα σχέδια αποτυγχάνουν.
5. Φαντάσματα του εκσυγχρονισμού
Λένε ότι ο νεκρός δεδικαίωται. Το θέμα όμως με τον Κώστα Σημίτη είναι ότι δεν πέθανε. Το σώμα του μόνο πέθανε, το πνεύμα του εξακολουθεί να επικαθορίζει την ελληνική πολιτική. Ο εκσυγχρονισμός, η ιδεολογία που αυτός καθιέρωσε, μπορεί να έχει ήδη πεθάνει ως εγχείρημα καθολικής ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου, παραμένει όμως το πλαίσιο που θέτει τα όρια και τους στόχους κάθε κυβέρνησης μετά από αυτόν. Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας, η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η συμμόρφωση στις επιταγές της Ε.Ε. και η προτεραιότητα της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, η καταδίκη του λαϊκισμού είναι μέχρι σήμερα τα θεμέλια του πολιτικού λόγου και της κυβερνητικής πρακτικής στην Ελλάδα.
Η εφαρμογή των Μνημονίων και η επικυριαρχία της τρόικας στα χρόνια της κρίσης, τα απόνερα των οποίων βιώνουμε μέχρι σήμερα, δικαιολογήθηκαν στο όνομα στόχων («πάση θυσία στο ευρώ») που αυτός πρώτος έθεσε, στόχων που δεν είναι σίγουρο ότι θα ενδιέφεραν πολλούς πριν το 1996. Τα ίδια τα Μνημόνια ήταν από ορισμένες απόψεις εκσυγχρονισμός με άλλα μέσα, και κατά πάσα πιθανότητα κάποιοι μεταξύ των πολιτικών, πνευματικών και επιχειρηματικών ελίτ στο πίσω μέρος του μυαλού τους τα δικαιολογούσαν με το σκεπτικό ότι αν οι Έλληνες δεν μπορούν να εκσυγχρονιστούν με το καλό πρέπει να εκσυγχρονιστούν με το άγριο.
Όταν ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι η Ελλάδα σήμερα είναι ένας φάρος σταθερότητας σε έναν ασταθή κόσμο, όταν ο Γεωργιάδης μας εξηγεί ότι το κόστος του ενός ή του άλλου βασικού αγαθού δεν είναι δυσβάσταχτο γιατί δεν ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή η Κεραμέως ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλει την ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων, όταν ο Στουρνάρας δηλώνει ότι αν βγαίναμε απ’ το ευρώ θα γινόμασταν Συρία, όπως στα χρόνια της κρίσης ο καθηγητής Θ. Διαμαντόπουλος προειδοποιούσε ότι αν βγούμε απ’ το ευρώ θα γίνουμε Αφρική, μιλούν μια γλώσσα το συντακτικό, η γραμματική και ακόμα το λεξιλόγιο της οποίας διαμορφώθηκαν από τον Κώστα Σημίτη. Είναι η γλώσσα της εξουσίας στην Ελλάδα, είναι η γλώσσα με την οποία ασκείται εξουσία στην Ελλάδα. Αν θέλουμε να αμφισβητήσουμε αυτή την εξουσία οφείλουμε να αναμετρηθούμε με αυτήν την γλώσσα. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι να μας στοιχειώνουν εσαεί τα φαντάσματα του εκσυγχρονισμού.