Ξημερώματα Σαββάτου σκούπιζα με μεγάλη επιμέλεια τα γυαλιά μου από τις μπύρες έξω από το Αν. Δεν το συνηθίζω. Εγώ ένας φιλόλογος είμαι. Ας σταθούμε προσεκτικά σε αυτό, διότι ακολουθεί συμφωνία μορφής και περιεχομένου. Επίσης, τα όσα ακολουθούν δίνουν μια απάντηση στο κλασικό ερώτημα «Τι να κάνουμε», που έχουν θέσει παλαιότερα ο Λένιν, οι Μπαντιού και Γκωσέ, αλλά και εγώ ο ίδιος, σε έναν συλλογικό τόμο, όταν ακόμη μάζευα δημοσιεύσεις για να κάνω ακαδημαϊκή καριέρα. Αλλά τι είχε προηγηθεί τελικά και σκούπιζα τα γυαλιά μου από τις μπύρες;
Παίξε πανκ!
Είχε προηγηθεί ένα τρομερό λάιβ, πήχτρα στον νέο κόσμο, που κοπανιότανε για πέντε ώρες αδιαλείπτως, κουβαλώντας άτομα στα χέρια, πετώντας μπύρες στη σκηνή και φωνάζοντας «Αρκετά«, για να παίξουν οι lost bodies το «Αρκετά».
Οι lost boddies εντάξει, δεν χρειάζονται εισαγωγή και πολλά λόγια, που δεν θα μπορούσα να γράψω γιατί, έτσι κι αλλιώς, εγώ από μουσική ξέρω μόνο να ακούω. Από στίχο βέβαια ξέρω κάτι περισσότερο, οπότε ας σημειώσω ότι αυτός συνδυασμός σκοτεινού λυρισμού, σαρκασμού, ποίησης, αντιβίας και ταξικής συνείδησης, τέλος πάντων αυτό το ατελείωτο σουρεαλιστικό προλετ-περιθωριακό-πριγκηπικό έπος που γράφουν οι lost bodies εδώ και δεκαετίες, είναι πολιτικό σαν άστρο του πρωινού, μαύρο και κόκκινο, που κάπως γλίστρησε στη φόδρα του χρόνου και σκίζει τη μαλακία κάθε εποχής πριν την πετάξει να καεί, γιατί, τέλος πάντων, γιατί έτσι πρέπει.
Σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά συνταρακτικά, τη συναυλία άνοιξε μια σχετικά καινούρια πανκ μπάντα, οι Tiffany, που παραλίγο να μας κάνει να ξεχάσουμε τι ακολουθεί. Ειδικά η Μαρίνα, η τραγουδίστρια του γκρουπ, εκτός από τη φωνάρα που δόνησε το είναι μας, είχε και μια παρουσία τέτοια που δεν περιγράφεται, δηλαδή για να την περιγράψω λέω ότι δύο ώρες εκεί πάνω -δεν ξέρω ακριβώς πόσο, κάποια αχρονία εμφιλοχώρησε- έκανε την εαυτή της κομμάτια και τη μοίρασε, δεύτε-λάβετε, τούτο εστί το σώμα και το αίμα μου. Μορφή του ιερού και του βέβηλου δηλαδή, ορίστε πάλι τα άστρα του πρωινού, να ανατριχιάζεις ότι κατέβηκε η Μαρία η Μαγδαληνή και παίζει πανκ.
Ως προς το περιεχόμενο δε, ασφάλεια προξενεί το γεγονός ότι τα παιδιά παίζουν κυρίως σε κοινωνικούς χώρους. Αλλά θα αφήσω και δείγμα εδώ από κάτω για τους άπιστους. Να διαβάσετε και την περιγραφή του βίντεο…
Πού κολλάει η σχέση μορφής-περιεχομένου. Τι είναι και τι θέλει το Reboot
Κολλάει γιατί το Reboot, που το ακούτε εδώ και το οποίο οργάνωσε αυτή τη συναυλία για να γιορτάσει τα δέκα χρόνια λειτουργίας του, είναι ένα φοβερό εγχείρημα που ταιριάζει απολύτως στο ύφος και το περιεχόμενο των συγκροτημάτων που επέλεξε.
Τέλος πάντων, η ομάδα μιλάει για τον εαυτό της και παραθέτω από την ιστοσελίδα: «To Radio Reboot είναι η πραγμάτωση της ιδέας μιας ομάδας παραγωγών για το σύγχρονο web radio, ελεύθερο από ταμπέλες, προκαταλήψεις και γραμμές. Μέσα από ένα οριζόντιο συλλογικό σχήμα, σκοπός μας είναι να προάγουμε την ποικιλομορφία θεμάτων, μουσικών και παραγωγών. Το πρόγραμμα του Radio Reboot περιλαμβάνει ζωντανές εκπομπές, συζητήσεις και πολιτιστικά δρώμενα. Απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική και ενθουσιάζονται με νέα ακούσματα, ανθρώπους που επιμένουν να ακούν και να κάνουν το ραδιόφωνο που τους αρέσει. Ακολουθήστε τους!».
Δηλαδή, για να το πω απλά, τα παιδιά έχουν μια συνέλευση και κάνουν ραδιόφωνο αμεσοδημοκρατικό, μη κερδοσκοπικό και, κυρίως, φοβερό. Φοβερό ραδιόφωνο κάνουν. Και να τους ακούτε. Εγώ τους ακούω.
Πού κολλάει ο Καρούζος; Τι να κάνουμε;
Ο Καρούζος κολλάει απλώς με την κατάσταση, γιατί κολλάει με κάθε σοβαρή κατάσταση. Μελοποιημένους ακούσαμε Σαχτούρη και Καβάφη. Γενικότερα όμως, αυτή η κατάσταση, αυτό το υπόγειο που επιμένει στα Εξάρχεια, αυτό το γκρουπ που μας σπαράζει σαράντα χρόνια, το άλλο που βγήκε σχεδόν από το πουθενά να μας σκορπίσει, μια οριζόντια συνέλευση που συνεχίζει δέκα χρόνια να κάνει τρομερό ραδιόφωνο, τα πρόσωπα επίσης, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν εκεί, και οι ιστορίες τους, όλα αυτά είναι ρομαντισμός, ρομαντισμός και ποίηση. Και χρειαζόμαστε περισσότερη ποίηση. Και περισσότερο ρομαντισμό.
Να το πω όμως και περισσότερο πολιτικά, γιατί στο Jacobin Greece γράφω.
Διανύουμε μια περίοδο που είναι δύσκολη για τις πολιτικές αντιστάσεις, κυρίως γιατί τα δικαιώματά μας είναι περιορισμένα. Είναι περιορισμένο το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, διότι η αστυνομία έχει πλέον το δικαίωμα να απαγορεύει και να περιορίζει τις διαδηλώσεις μας. Είναι περιορισμένο το δικαίωμα της απεργίας, από τον νόμο Χατζηδάκη ευρύτερα αλλά και από παλαιότερους νόμους, που διευκολύνουν την επίταξη και που κάνουν ανυπόφορο το κόστος της απεργίας στον δημόσιο τομέα. Είναι περιορισμένο το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, σε ένα τοπίο ελεγχόμενο, το οποίο τελευταία αστυνομεύεται και με διάφορες μηνύσεις. Είναι επίσης περιορισμένος ο πολιτικός μας ορίζοντας, διότι οι προτάσεις που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση είναι σχεδόν απαγορευμένες, είτε πρόκειται για τις απλές κεϋνσιανές πολιτικές, που δεν βρίσκουν χώρο στη σημερινή ΕΕ, είτε πρόκειται για τους αγώνες για την ειρήνη, καθώς ακόμη και μια απλή παλαιστινιακή σημαία δίνει αφορμή για προσαγωγή…
Και τίθεται το ερώτημα τι κάνουμε σε τέτοιες περιόδους. Βεβαίως, δεν σταματούμε να αγωνιζόμαστε σε όλα αυτά τα μέτωπα. Ωστόσο, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην ιστορική εμπειρία. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι σε περιόδους που η πολιτική διαμαρτυρία περιορίζεται θεσμικά, η πολιτική ανασυγκρότηση συντελείται και σε τόπους ανύποπτους, ιδίως δε στον πολιτισμό, στις φιλίες, στις μικρές ομάδες ανθρώπων που φωνάζουν «Αρκετά». Για του λόγου το αληθές, θα πρότεινα να διαβαστεί το βιβλίο του Γιώργου Τσιρίδη για το αντιδικτατορικό κίνημα, το οποίο, πριν φτάσει στη Νομική και το Πολυτεχνείο, πέρασε και από τις μπουάτ και την Πλατεία Μαβίλη.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντισταθούμε και οι αντιστάσεις αυτές είναι πολλές φορές μοριακές. Η απλή αλληλεγγύη στον συνάδελφο ή το σφυριχτό «άντε γαμήσου κι εσύ», όταν γυρίζει την πλάτη ο επιθεωρητής, είναι κι αυτά μορφές αντίστασης και έχουν την τάση να πολλαπλασιάζονται, καταρχάς μέσα από τη μετουσίωση σε χαμόγελα. Εάν λοιπόν αυτά είναι αντιστάσεις, το ίδιο και περισσότερο είναι μια παρέα που ακούει το «Oκτάωρο». Και ακόμη περισσότερο εκατοντάδες νέοι που ουρλιάζουν «Αρκετά» με όλη τους τη δύναμη. Και ακόμη, ακόμη περισσότερο, ομάδες ολόκληρες, που με πολιτική άποψη είναι σε θέση να παράγουν τέτοια γεγονότα, αλλά και να στηρίζουν την από τα κάτω πολιτιστική δημιουργία αιμοδοτώντας καθημερινά το φαντασιακό μιας κοινωνίας αλλιώτικης.
Η αντίσταση μπορεί να είναι στα σωματεία μας, στον δρόμο, στις συνελεύσεις, στις καταλήψεις, στις απεργίες, στα μπλόκα των αγροτών. Πριν όμως από αυτά και παράλληλα και ύστερα, οι αντιστάσεις είναι μια κόκκινη γραμμή που κρατάει ενωμένα τα κομμάτια της ψυχής μας. Θέλω να πω: εκτός από τον μαρξισμό, την αναρχία και τον Κασσελάκη, υπάρχουν και ορισμένα άλλα πράγματα: τα συλλογικά οριζόντια εγχειρήματα στον πολιτισμό, το ραδιόφωνο, ο Καρούζος, ο Σαχτούρης, το πανκ, ο έρωτας. Ρε μαλάκες, ο έρωτας και η ποίηση.
Και αυτά να κάνουμε. Είναι αντίσταση στην εποχή μας.