Γράμματα από το Μεξικό – Αδημοσίευτες Σημειώσεις

Πρώτη μέρα στο Γιουκατάν

 

Ο υπερτουρισμός και το αναίσχυντο ξεπούλημα που είχα την ατυχία να βιώσω για δύο ημέρες στο Quintana Roο δημιουργούσαν μια εξαθλιωτική, για το μάτι και το πνεύμα μου, ατμόσφαιρα. Είχα την ανάγκη να βρεθώ κάπου που ζουν και άνθρωποι. Όχι μόνο πελάτες. Και ντόπιοι όχι μόνο τουρίστες. Είναι ενδιαφέρον το Γιουκατάν. Αχνίζουν ζέστη τα σπίτια των Μεξικανών. Με τις αιώρες, αντί για καναπέδες στα σαλόνια τους, μπορείς να τους παρατηρήσεις μέσα από τα κάγκελα των ανοιχτών παραθύρων τους να χαζεύουν στα κινητά τους με ανοιχτή την τηλεόραση. Περπατάω για να φτάσω σε αυτό το διάσημο παραδοσιακό εστιατόριο. Ο άνεμος που φυσούσε, από τις βεντάλιες δεκάδων κυριών στο μικρό και στενό και, όπως πάντα, γεμάτο λεωφορειάκι δεν έκανε αρκετή δουλειά κι έχω ήδη ιδρώσει. Φτάνω σχεδόν λαχανιασμένος και σπρώχνω με δύναμη μια γυάλινη πόρτα που γράφει «έλξατε», κάνοντας όλη την τζαμαρία να τραντάξει. Οι πελάτες που κάθονται κοντά στην πόρτα γυρνάνε σαστισμένοι το κεφάλι τους. Εγώ παγώνω, τους κοιτάω, μαζεύω τα λιγοστά ίχνη αξιοπρέπειας που μου έχουν απομείνει, ισιώνω την πλάτη, έξω το στήθος και «έλκω» την πόρτα σαν δούκας στη βικτωριανή Αγγλία, εισερχόμενος στο χώρο σα να τα έχω κάνει όλα τέλεια.

Έρχεται η ώρα μου να παραγγείλω και ο ευγενικός κύριος φαίνεται να χαίρεται ιδιαιτέρως με την παραγγελία μου, μιας κοτσινίτα μπιμπίλ κι ενός Τσάγια με χυμό λάιμ[i], δείχνοντας το μου με ένα πλατύ χαμόγελο, που φάνηκαν τα δόντια του και ένα κεφάλι σκυμμένο ελαφρώς προς τα κάτω. Σαν καταφατικό νεύμα σε ακριβής και σωστή απάντηση, στην ερώτηση του «τι θα πάρετε;».

 

Ένα ήσυχο βράδυ

 

Ο Πιέτρο έπαιζε το ακορντεόν του, ηρεμώντας την φτώχεια μας και την ψυχή μας, όσο ο Σιμόν ετοίμαζε το τσάι κι εγώ διάβαζα κάτι πολύ ενδιαφέρον. Γκαλεάνο ήταν θαρρώ.   Αυτή ήταν η δική μας συμβίωσή. Των νοτίων. Μια επικοινωνία υποσυνείδητη που ερχόταν από τα πιο βαθιά νερά της Μεσογείου, ένα ακορντεόν, λίγο χαμομήλι κ ένα βιβλίο. Σε ένα κύκλο να απολαμβάνουμε τα πρώτα τρία κ εγώ να αφήνω το βιβλίο για να γράψω το κείμενό αυτό.

Ένιωσα εκείνη την στιγμή την ύψιστη μορφή μελαγχολίας. Αυτή που συνειδητοποιείς ότι θα, αλλά δεν έχει ακόμα, έρθει.

Το δείπνο του Σιμόν, τα χθεσινά αποφάγια δηλαδή, έμοιαζε πλουσιοπάροχο διπλά στο ακορντεόν του Πιέτρο και το χαμομήλι μας…το πιο σπάνιο κι εξαιρετικό κρασί.

Μια Κολομβιανή, που φαινόταν να καταλαβαίνει πιο πολλά από όσα μπορούσε να πει, ήρθε κι έκατσε μαζί μας. Μιλούσε στις παύσεις της μουσικής και κουνούσε το σώμα της με τρόπο τόσο λεπτεπίλεπτο αλλά και άβολο ταυτόχρονα, όπως μόνο μια σιωπή θα μπορούσε να είναι. Η ατμόσφαιρα την είχε κατακλύσει και δυσκολευόταν μέχρι και να σηκώσει το κεφάλι της. Και εγώ δε μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα γιατί το αυτί μου δε με άφηνε να χάσω νότα.

Το Σαλόνι της Χουνάς που ελαβε χώρα η σκηνή. Εγώ κάθομαι στη καρέκλα με τα λευκά μαξιλάρια, οι Ιταλοί στον καναπέ και η Κολομβιάνα απέναντι μου στο πιο μικρό καναπεδάκι.

 

Ο καιρός στην Αντίγκουα, Γουατεμάλα

 

Στην Αντίγκουα κάνει τον καιρό που ταιριάζει στην καρδιά μου. Μια ζέστη του ενθουσιασμού που σε κινητοποιεί και σε σπρώχνει να εξερευνήσεις. Παράλληλα είναι στα όρια της αποπνικτικής και τα χρώματα γύρω είναι μουντά και μοιάζουν τελείως άσχετα και ξένα με την αίσθηση της θερμοκρασίας. Κι είναι λογικό, αφού ο ήλιος δεν φτάνει ακόμα να αγγίξει το δέρμα σου. Πολλά σύννεφα, που δε φαίνονται καθόλου πηχτά, δεν τον αφήνουν.

Σαν την δική μου τωρινή κατάσταση και την αποξένωση από όλα που βιώνω μέσα στο πένθος. Σαν τη δική μου δύναμη και μέλλον και τα προβλήματα μου, αντίστοιχα. Κι εγώ που δεν θέλω να αντιμετωπίσω τίποτα κι είμαι κουρασμένος και στεναχωρημένος, ψάχνω συνέχεια μια σκιά να κάτσω να ξαποστάσω ακόμα κι αν έχω περπατήσει μόλις 5 λεπτά. Αα, πέρασε μια ιθαγενής κυρία και πήρα μία πέτρα Μάγια Χάδε[ii] στη μητέρα μου δίνοντας της Μεξικάνικα πέσος. Ελπίζω να της αρέσει. Μετά την αγορά μου (με την οποία και καλά γέμισα λίγο το κενό), σε ένα όμορφο και πολύχρωμο, από τα φυτά και τα ρούχα των ντόπιων, πάρκο, κάθομαι μουτρωμένος με σταυρωμένα τα χέρια λες και μου φταίνε εκείνοι (οι ντόπιοι) που η Αντίγκουα δεν είναι Σαν Κριστόμπαλ. 8 μήνες σε μια πόλη τελείως μόνος, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τους ανθρώπους μου, όπου έζησα και δημιούργησα τόσα πολλά μου φαίνεται ολόκληρη ζωή που αφήνω πίσω.  Μα καλά ποιος ήταν καν αυτός που πήγε στο Σαν Κριστόμπαλ τον Σεπτέμβρη;

Ποιοί να πονάνε άραγε πιο πολύ; Όσοι φεύγουν ή όσοι μένουν; Δεν έχω ίντερνετ να αντιπερισπαστώ. Κ έτσι αναγκάζομαι να κάτσω με το συναίσθημα μου και να το βιώσω.  Αν είναι δυνατόν δηλαδή.  Λες και δεν είμαι άντρας από την Κρήτη! Λες και επιτρέπεται να έχω συναισθήματά και να πονάω και να στεναχωριέμαι.

Τέλος πάντων, ένα μικρό κοριτσάκι με αστεία κοτσιδάκια τριγυρνάει σκουντουφλώντας και πειράζει τους πωλητές ψάχνοντας κάτι να βρει.  Τα καταφέρνει, βρίσκει ένα γλειφιτζούρι και περήφανο το αρπάζει ενώ η μητέρα της τρέχει από πίσω με ένα φόρεμα γεμάτο μεγάλα κόκκινα λουλούδια.  Μου αλλάζει τη διάθεση.  Θέλω να είμαι κι εγώ σαν το κοριτσάκι.  Απλά αυτή τη στιγμή δεν είμαι σίγουρος τι είναι για εμένα το γλειφιτζούρι του κοριτσιού. Από την άλλη, ίσως ούτε εκείνη να ήταν σίγουρη για το τι ήθελε, αλλά το βρήκε εξερευνώντας.

– Το γλειφιτζούρι;

– Το αντικείμενο της επιθυμίας της. Το σημαντικό ήταν ότι επιθυμούσε.

Το πένθος «καθαρίζει» την ψυχή.  Από τις σχέσεις που δεν υπάρχουν πια. Κι η επιθυμία δεν παύει. Μόνο που χρειάζεται λίγο χρόνο να αποσυνδεθεί από τόσο έντονες και δυνατές συνδέσεις και να αλλάξει κατεύθυνση. Σου δείχνει τι υπάρχει πίσω από πρόσωπα και μέρη. Ή καλύτερα, να πω, μέσα στα πρόσωπα και μέρη που μας κάνουν να τα αγαπάμε.  Που μας είχαν κάνει να τα αγαπήσουμε.

Όλα τα κοριτσάκια έχουν κοτσιδάκια εδώ και πάνε πέρα δώθε με μια εγγενής ευγένεια κι ενθουσιασμό.  Η αλήθεια είναι ότι το θέαμα και το άκουσμα τους μαλακώνουν την ψυχή.  Μα που είναι τα αγοράκια; Δεν βλέπω κανένα τόση ώρα. Για αυτό είναι τόσο χαρούμενα τα κοριτσάκια; Μην προβάλεις ζητήματα των ενηλίκων στα παιδιά δεν πάει όμορφα.

Βγήκα έξω με 7 ευρώ σε Κετσαλ. Πήρα ένα νερό και κάτι να φάω και τώρα είμαι ταπί.  Και δεν δέχεται και κανείς Μεξικάνικα Πέσος. Συνεχίζουν να μην είναι Σαν Κριστόμπαλ δηλαδή.

 

Ψυχραιμία στην Πίζακ, Περού

 

Αν δω άλλη μια φορά ότι με μερικές μέρες με ασκήσεις sound healing,  καθαρισμό της ενέργειας μου, ψυχεδελικές τελετές και διεργασίες συγχρονισμού με τα τσάκρα μου θα αλλάξει όλος ο κόσμος και θα φωτιστώ πνευματικά και θα γιατρευτώ… θα ξεκινήσω να κοπανάω τις αφίσες.

Είμαι σαν τη μύγα μέσ’ το γάλα.  Ντυμένος μόνιμα στα μαύρα έτοιμος για πορεία ή για αγώνα του ΟΦΗ (πάνω κάτω το ίδιο ντύσιμο είναι) και υποστηρίζοντας το μπαγκράουντ του ντυσίματος μου σε μία πόλη αποικιοκρατών χίπηδων. Μόνο που στην πραγματικότητα, αυτοί είναι οι μύγες.  Έρχονται σε ένα τόπο που έχει μια τόσο έντονη και σημαντική κουλτούρα και ιστορία με Ίνκας, Σαμάνους, σύνδεση με τη φύση και τα φυτά και την ενέργεια ενός τόπου και χωρίς καν καλά καλά να καταλαβαίνουν τι γίνεται γύρω τους και, χωρίς να έχουν καμία σχέση ή να έχουν παράξει ή στηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο την κουλτούρα του τόπου, την ιστορία, την γνώση (ή το κρέας) πχ., να τα χρησιμοποιούν (κάνοντας τα εμπόρευμα) σαν την βάση τους για ίδιον συμφέρον και την εξυπηρέτηση της ιδεολογίας τους, του ατομικιστικού σωσίματος και φώτισης/γιατρειάς του κόσμου. Σαν τις μύγες.  Και δεν θεωρώ καν τις μύγες τόσο ατομικιστές που να μην καταλαβαίνουν ότι όσο κρέας και να φάνε οι ίδιες,  αν και οι υπόλοιπες μύγες δεν είναι καλά,  ο κόσμος των μυγών δεν θα φτιάξει κι ούτε θα γιατρευτούν. Δε μπορώ να είμαι ελεύθερος αν δεν είναι όλοι γύρω μου ελεύθεροι, έλεγε ο Σαρτρ (μεσ’στις άκρες). Ναι για τις μύγες τα λέω.

ΓΚΟΟΟΟΛ!!! Ισοφάρισε με πέναλτι η ομάδα του Κούζκο κόντρα στη Βραζιλιάνικη Μινέιρος για το Σουδαμερικάνα, και η τρύπα ταβερνούλα με τα μαγειρευτά μιας γιαγιάς που έκατσα να φάω πάλλεται σα πέταλο στη Νάπολη. Έτσι καθαρίζει την ενέργεια του ο λαός.  Δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα να ξυπνήσει οικοδόμος στις 5 το πρωί για να πάει στην οικοδομή και πριν ξεκινήσει να καθαρίσει τα τσάκρα του πρώτα. Δεν έχω ενημερωθεί αν έχει συμβεί ποτέ μάνα σε μονογονεϊκη οικογένεια με 3 παιδιά να γυρίσει και να ελέγξει το φένγκ σούι μετά από βραδινή βάρδια. Δεν πιστεύω ότι έχει συμβεί να τελειώσουν εργάτες και εργάτριες τη φάμπρικα μετά από 10ωρο με απλήρωτη υπερωρία και να πάνε να πληρώσουν τρία μεροκάματα σε ένα γνωστή των πνευμάτων για να εναρμονιστούν με την συμπαντική τους ενέργεια και να αλλάξουν την ζωή τους. Τι θέλω να πω; Χρειάζεσαι ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και ιδεολογικό μπαγκράουντ για να έχεις τέτοιου είδους προβλήματα, να περιμένεις να τα λύσεις ατομικά με τους παραπάνω τρόπους και να πιστεύεις κι ότι έτσι λύνονται κιόλας συλλογικά. Πόσο μάλλον να έρχεσαι και σε άλλες χώρες για να οικιοποιηθείς κουλτούρες, έθιμα και γνώσεις γενεών που σε εξυπηρετούν.

Θυμάμαι τα λόγια του Μ. για την Κρήτη.  Οοοχ θεέ μου τι κάνουν ή τι θα κάνουν όταν ανακαλύψουν τα βραστάρια των γιαγιάδων μας, το ξεμάτιασμα και τους χορούς μας; Τουλάχιστον οι χοροί μας είναι συλλογικοί,  χορεύουμε όλοι μαζί και συνήθως κάνουμε το ίδιο, οπότε λογικά το τόσο συλλογικό θα τους αποτρέψει. Αλλά το ζεϊμπέκικο; Θα το συνδυάσουν με ρακί από το Λασίθι και φούντα από το Μυλοπόταμο και θα γίνει τελετή ενεργειακής κάθαρσης! Καλά, γελάτε εσείς.  Πως νομίζετε ότι φαίνονται στους Περουβιανούς οι μαλακίες που κάνουν οι λευκοί εκμεταλλευόμενοι την κουλτούρα τους;

 

Δεν είχε χώρο στο κυρίως δωμάτιο και έπρεπε να κάτσω στο πίσω, δίπλα σε μια 7χρονη Περουβιανή που μάθαινε φωναχτά την προπαίδεια.

 

Μία ιστορία ακόμα

 

Ήθελα να γράψω μία ιστορία ακόμα γι’ αυτό το άρθρο. Μα από όσες είχα ζήσει ή γράψει δεν βρήκα κάποια που να ήθελα ή να μπορούσα ή να επιτρέπεται να μοιραστώ.

Στην αρχή έλεγα μήπως έγραφα για τις πρώτες μέρες μου στο Μεξικό.  Τον ατελείωτο υπαρξιακό φόβο εκείνου που αφήνει τον τόπο και τους ανθρώπους του και με λιγοστά χρήματα διασχίζει ένα ωκεανό για να βρει…αυτό που ψάχνει. Άγχος,  φόβος,  κανένα πλαίσιο ή γνωστή σύνδεση, που ανοίγουν τις υπαρξιακές δυνατότητες σε βαθμό που σε κάνουν να ταλανίζεσαι μεταξύ βαθιάς απόγνωσης και απόλυτης ελευθερίας.  Αλλά είπα μπα, πολύ βαρύ.

Ίσως να έγραφα σκέφτηκα για τους πολιτισμούς εδώ.  Για το cosmovisión[iii] των Μάγιας, τον ιερό χρόνο των Ζαποτέκων, την αντιπάθεια μου για τους αποικιοκράτες Αζτέκους. Αλλά εγώ δεν γράφω ανθρωπολογικού και αρχαιολογικού τύπου άρθρα.  Ή τουλάχιστον, όχι επίσημα.

Μήπως γράψω για την εμπειρία του μετανάστη; Τη δυσκολία να μην ξέρεις στην αρχή την γλώσσα και κανέναν γύρω σου, να ζεις μήνες χωρίς μια αγκαλιά,  χωρίς μια κουβέντα στη μητρική σου γλώσσα. Χωρίς καμία γνωστή πολιτισμική αναφορά με τον κόσμο σου και τους ανθρώπους σου. Για τον φόβο μήπως απομακρύνεσαι πολύ από τους τελευταίους και μήπως σε ξεχνάνε. Τις ενοχές και τις τύψεις αυτού που όταν οι δικοί του περνούσαν δύσκολα, ήταν ένα ωκεανό μακριά.  Περνούσε δύσκολα κι εκείνος αλλά… Ίσως πολύ προσωπικό. Δεν θέλω να το μοιραστώ μαζί σας.

Τότε θα μπορούσα να γράψω κάτι για τις νύχτες που περπάτησα, αργά, πολύ αργά, σε δρόμους που δεν έπρεπε, για χάρη όμορφων γυναικών. Για τις μέρες, που άφησα ό,τι έκανα για να κλάψουν φίλοι στον ώμο μου. Για τις μέρες που άφησα ό,τι έκανα για να κλάψω εγώ στον δικό τους. Για τα ανιαρά μεσημέρια στον Μεξικάνικο νότο που σε κάμουν να αναρωτιέσαι τι κάνεις εδώ; Τις νυχτερινές φιέστες που φέρνουν έκσταση στο σώμα κι εμφυσούν χρώμα και ήχο στη ζωή όποιου άντεξε να τις γευτεί δίχως να τις κρίνει. Για τα τραύματα όσων φεύγουν.  Για την δύναμη και τη στάση ζωής του εξερευνητή. Για την αιωνιότητα που ψάχνουμε σε κάθε μας “για λίγο”. Για…

Όχι, όχι, πολύ ποιητικά όλα αυτά.

Μήπως να γράψω για εκείνη τη φορά που πήγα στα σύνορα για τη βίζα και μας σταματούσαν τα καρτέλ, ντυμένοι τόσο με πολιτικά όσο και με τα ρούχα της αστυνομίας και μας έλεγχαν. Κι αν δεν έδινε την άδεια ο Χέφε δεν περνούσαμε. Κι εκεί πάλι, στη Μεσίγια[iv], οι τεράστιοι τοίχοι γεμάτοι με αφίσες που έψαχναν “εξαφανισμένους ανθρώπους” σου έκοβαν την ανάσα. «Είναι τόσοι που οι αφίσες αναγκαστικά ανανεώνονται συνέχεια» μας ενημέρωναν οι ντόπιοι. Ωστόσο δεν θα γράψω ούτε κ γι αυτό διότι είναι μια ιστορία που…να πέσω έτσι στα μάτια σας, δεν θα το ‘θελα.

Θα έγραφα για τους Ζαπατίστας περισσότερα.  Για το βίωμα να υπάρχεις μέσα σε χώρους,  δομές, σχέσεις, κοινωνικό φαντασιακό ενός άλλου κόσμου, μιας άλλης λογικής.  Μουδιασμενοι από το δέος νιώθαμε ότι ζούμε μέσα σε ένα όνειρο βγαλμένο από τα πιο έντονα και σουρεαλιστικά όνειρα μας. Μα είναι πραγματικότητα.  Κι έτσι εμπειρικά μας αποδείκνυαν ότι γίνεται. Πως ναι, άλλοι κόσμοι είναι δυνατοί.  Και, πως άλλες ζωές μπορούμε να ζήσουμε! Μα δυστυχώς δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάποιος συγγραφέας τόσο ικανός να σας περάσει και να σας κάνει να αισθανθείτε, να καταλάβετε,  να δείτε με τα μάτια της ψυχής αυτό που μόνο η εμπειρία ενός διαφορετικού πολιτικού συστήματος μπορεί να σας προσφέρει (Ίσως η Ούρσουλα Λε Γκεν. Εγώ μάλλον όχι).

Μετά, Μετά είπα μήπως γράψω για την Οαχάκα,  εκεί που δούλευα σε χωράφια που η ξεραΐλα τους μου θύμιζε την Κρήτη. Εκεί έμαθα πως βγαίνει το μεζκάλ και πως οφείλεις να προσέχεις και να σέβεσαι το πιο “εξωγήινο” φυτό,  την Αγαύη. Καλή ευκαιρία να πω πιο πολλά για τα ήθη και τα έθιμα του Μεξικού και τους όμορφους κι ερωτικούς λατινικούς χορούς. Αλλά αυτό πάλι, ίσως ενδιαφέρει μόνο εμένα.

Να γράψω για τους Μπρίκος[v] τότε, τις περιοχές που θύμιζαν εμπόλεμες ζώνες,  τους μεγαλειώδεις αγώνες των ιθαγενών για τη γη και την κουλτούρα τους. Για τις κρύες νύχτες στις κοινότητες τους, που βιωματικά ξαναμαθαίναμε τι θα πει ζωή ενώ φοβόμασταν μη μας φάει ζωντανούς κάποια αράχνη ή κάποιο άλλο από τα εξωτικά πλάσματα της Μεξικανικής Ζούγκλας. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο ολόκληρο.

Μήπως να γράψω για τον ειρηνικό, που δεν είναι ποτέ ειρηνικός κι αγγίξαμε πάνω στα κύματα του δύο φορές τον θάνατο. Και που μάλλον όποιος τον ονόμασε έτσι δεν τον επισκέφθηκε ποτέ. Για τα ηλιοβασιλέματά του, που σε λυτρώνουν τόσο, που θυμίζουν ανατολή και τις φωτιές που ανάβουν το βράδυ πάνω στην άμμο με ξύλα και με έρωτα. Αλλά ούτε αυτό με έπεισε.

Κι έτσι αποφάσισα λοιπόν, να γράψω αυτήν τη μία ιστορία ακόμα.  Καμία δηλαδή κι όλες μαζί.

 

Από τα βουνά του Νοτιοανατολικού Μεξικού, τα ηφαίστεια της Γουατεμάλας και τις Άνδεις του Περού,

 

[i] Παραδοσιακό φαγητό και πότο του Γιουκατάν

[ii] Η πιο σημαντική πέτρα για τους Μάγιας τόσο για το εμπόριο όσο και για τις τελετές τους.

[iii] Η λέξη κοσμοαντίληψη ή κοσμοθεώρηση (απόδοση του ισπανικού cosmovisión) αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ένας πολιτισμός κατανοεί και εξηγεί τον κόσμο, τη ζωή, το σύμπαν, τη φύση και τη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτά.

[iv] Πόλη στα σύνορα Μεξικού-Γουατεμάλας

[v] Οι «μπρίκος» (από το ισπανικό brigadas civiles de observación) είναι Πολιτικές Ομάδες Παρατηρητών, που οργανώνονται από το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Frayba, με έδρα την πόλη Σαν Κριστόμπαλ, στην πολιτεία Τσιάπας του Μεξικού. Πρόκειται για εθελοντές από διάφορες χώρες, που μεταβαίνουν σε αυτόχθονες κοινότητες για να παρατηρούν, να καταγράφουν και να δημοσιοποιούν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Ενίσχυσε τις ανεξάρτητες φωνές – ενίσχυσε την παρέμβαση των «από κάτω» στον δημόσιο λόγο

Μπορείτε να ενισχύσετε το Jacobin Greece σε αυτόν τον λογαριασμό:

Αριθμός IBAN: GR9001101070000010700929911
Δικαιούχος: ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ ΑΜΚΕ
Τράπεζα: Εθνική Τράπεζα

Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας για οποιοδήποτε ζήτημα, διευκρίνιση ή για να υποβάλλετε κείμενο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: [email protected]

Οδηγίες για την υποβολή κειμένων στο site Jacobin Greece

Newsletter-title3